Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΥΝΤΟΝ ΞΑΝΑΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 1-1-2005

O MARX ΚΑΙ Ο PROUDHON ΞΑΝΑΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 1-1-2005
(Επίμετρο στη μετάφραση του βιβλίου του Labor Wilson (aka Hakim Bey) «Ο Μαρξ κι ο Προυντόν δραπετεύουν από τον 19ο αιώνα», υπό δημοσίευση από τις εκδόσεις Futura))




… «Πιθανότατα, έχουμε όλοι ξυπνήσει». Και ξυπνώντας από τον εφιάλτη της Ιστορίας, βρίσκουμε τον Κόσμο να χάσκει στο ιλιγγιώδες κενό του Τέλους που ονομάζεται 21ος αιώνας. Η πραγματικότητα που αντικρίζουμε μοιάζει να είναι εντελώς καινούρια, απόλυτα άλλη απ’ αυτήν που η Ιστορία μας είχε μάθει, τόσο ριζικά διαφορετική όσο και η πραγματικότητα του ονείρου από αυτή του ξύπνιου. Τόσο διαφορετική κι όμως τόσο ίδια, καθώς φέρει το ίχνος μιας ακαθόριστης, κι ωστόσο επίμονης οικειότητας. Το παράδοξο της αντίφασης αυτής είναι φαινομενικό: η πρωτοτυπία, η Μοναδικότητα του Tέλους έγκειται ακριβώς σ’ αυτή την πρωτοφανέρωτη αίσθηση οικειότητας. Το απόλυτο Άγνωστο μέσα στις αχανείς εκτάσεις του οποίου πασχίζουμε να πάρουμε ανάσα, δεν είναι παρά (επιτέλους) το από πάντα Γνωστό στην καθολική-Παγκόσμια ολοκλήρωση-πραγμάτωση-φανέρωσή του.
Φτάνοντας στο τέλος της διαδρομής του ιστορικού Χρόνου, η πραγματικότητα του Ανθρώπινου είδους επιστρέφει στην αρχή της ως προς ένα θεμελιακό οντολογικό της «δεδομένο», μια κατάσταση ύπαρξης καθολική, εμπεριέχουσα και προσδιοριστική κάθε επιμέρους εκδήλωσης της. Τώρα, όπως και τότε, αυτό που διακυβεύεται για το Ανθρώπινο είδος είναι η ίδια η ειδολογική του επιβίωση, η φυσική-οντολογική του υπόσταση.
Τότε, το Ανθρώπινο είδος μόλις έβλεπε το φως του Κόσμου, και πιθηκόμορφες Ανθρώπινες αγέλες έδιναν τη μάχη της επιβίωσης μέσα στην αρχέγονη ζούγκλα. Μόλις ξεκινούσε να δημιουργεί συνείδηση του εαυτού του (να δημιουργεί, δηλαδή, Ιστορία), κι απέναντί του έστεκαν καθολικά οι δυνάμεις της Φύσης, στις οποίες και το ίδιο το Ανθρώπινο είδος αδιαχώριστα ανήκε.
Τώρα, η μακραίωνη και βασανιστική πορεία της Ιστορίας, η ενεργός διαδικασία της αυτογνωσίας του Ανθρώπινου είδους σχετικά με τον ιδιαίτερη και μοναδική-καθολική ειδολογική του ταυτότητα (που ταυτόχρονα κι αναγκαστικά υπήρξε μια διαδικασία απομάκρυνσης από την υλική Φύση και τη Φύση του ίδιου του Ανθρώπινου είδους ως αναπόσπαστου κομματιού της – με μια λέξη, μια διαδικασία Αλλοτρίωσης) είναι επιτέλους ώριμη ν’ αποδώσει τους καρπούς της - η εποχή της Συγκομιδής έφτασε! Η Φύση έχει αμετάκλητα μπει σε τροχιά ενοποίησης. Αυτό που (μοιάζει να) είναι το ζητούμενο, και που αποτελεί το ένα και μοναδικό ζητούμενο ολόκληρης της Ανθρώπινης Ιστορίας είναι η τροπή που θα λάβει η ενοποίηση αυτή. Είτε η Φύση θα ενοποιηθεί προς τα κάτω μες απ’ την ολοκληρωτική καταστροφή κι εξαφάνιση του Ανθρώπινου είδους, είτε θα ενοποιηθεί προς τα πάνω υπερβαίνουσα το φυσικό νόμο του Θανάτου μέσα στην πραγματικότητα της υλικής Αθανασίας του Ανθρώπινου είδους - αυτό είναι το λεγόμενο «οντολογικό δίλημμα» που διέπει τον 21ο αιώνα.
Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της Ιστορίας, ο «αντίπαλος» των Ανθρώπινων κοινωνιών (η πραγματικότητα, δηλαδή, που οι κοινωνίες είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και να υπερβούν - το να δημιουργεί και να υπερβαίνει πραγματικότητες είναι ένα θεμελιακό φυσικό-οντολογικό χαρακτηριστικό του Ανθρώπινου είδους) δεν ήταν ποτέ θανάσιμος συνολικά για το είδος, κι επρόκειτο πάντα για μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα, μια ιδιαίτερη κάθε φορά χωροχρονική σύνθεση της υλικής Φύσης και της Ανθρώπινης δράσης που ασκείται σ’ αυτήν.
Τώρα, ο αντίπαλος είναι ακριβώς ο ίδιος μ’ αυτόν της αρχής, και ταυτόχρονα εντελώς άλλος. Είναι ακριβώς ο ίδιος στην καθολική σχέση που διαμορφώνει με το Ανθρώπινο είδος : τώρα όπως και τότε απειλεί το είδος με ολοκληρωτική καταστροφή, τώρα όπως και τότε δεν πρόκειται για κάποιο ή κάποια συγκεκριμένα στοιχεία της πραγματικότητας που απειλούν το είδος, αλλά για ολόκληρη τη φυσική πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, είναι εντελώς άλλος όσον αφορά την οντολογική του σύσταση: στη θέση της απόλυτα καθαρής από το σημάδι της Ανθρώπινης δράσης υλικής Φύσης που αντίκρισαν οι πρώτες Ανθρώπινες φυλές, σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια «φύση» που συνιστά ένα κατά 100% Ανθρώπινο δημιούργημα: το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο, δηλαδή το Κεφάλαιο ως φυσική-οντολογική σχέση, ως θεμέλιο της φυσικής πραγματικότητας. Στην εποχή του τέλους της Ιστορίας, δεν υπάρχει κυριολεκτικά τίποτα στην επιφάνεια του πλανήτη που να μη φέρει ακέραιο το σημάδι της Ανθρώπινης δράσης, τίποτα που να συγκροτεί την υπόστασή του έξω από τη οργανική σχέση που το συνδέει με το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο.
Εδώ έγκειται και ο πρωτοφανής χαρακτήρας της εποχής του τέλους της Ιστορίας: ποτέ πριν το Ανθρώπινο είδος δε βρέθηκε αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα που να είναι απόλυτα εξωτερική προς αυτό όσον αφορά την καθολικά αντιθετική σχέση που διαμορφώνει μαζί του, και ταυτόχρονα απόλυτα εσωτερική, απ’ τη στιγμή που πρόκειται για τον ίδιο του τον εαυτό έτσι όπως το ίδιο το είδος τον έχει δημιουργήσει μες από τη διαδικασία της Ιστορίας. Το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο αποτελεί το κορυφαίο-καθολικό δημιούργημα της Ανθρώπινης Ιστορίας: διαθέτει την άπειρη δυνατότητα να «προσομοιώνει» την πραγματικότητα της υλικής Φύσης χωρίς τον Άνθρωπο (γι’ αυτό και είναι θανάσιμα εχθρικό προς καθετί Ανθρώπινο) ακριβώς στο βαθμό που συνιστά ένα Ανθρώπινο έργο, κι ενσαρκώνει την κορυφαία-καθολική έκφραση του φυσικού νόμου του Θανάτου ακριβώς στο βαθμό που το ίδιο εμπερικλείει (σε αρνητική, ασφαλώς, μορφή) την υπέρβαση του νόμου αυτού από το Ανθρώπινο είδος.
Η σπείρα της Ιστορίας διαγράφει ένα πλήρη κύκλο κλείνοντας με τη φυσική-οντολογική καθολική-Παγκόσμια σύγκρουση ανάμεσα στο Ανθρώπινο είδος και το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο, που συνιστά την ολοκλήρωση-φανέρωση της διαλεκτικής αντίθεσης ανάμεσα στο φυσικό και το Ανθρώπινο οντολογικό επίπεδο της υλικής Φύσης, αντίθεσης που συγκροτεί την πραγματικότητα της Ιστορίας. Η Ανθρώπινη Ιστορία υπήρξε η ενεργός διαδικασία της ανάπτυξης της Διαφοράς, της Αλλότητας ανάμεσα στα δύο οντολογικά επίπεδα. Τη στιγμή που η Διαφορά αυτή ολοκληρώνεται-πραγματώνεται, την ίδια αυτή στιγμή εξαφανίζεται (όπως και η ίδια η Ιστορία) επιστρέφοντας στην αρχική (και διαρκώς παρούσα ως οντολογικό θεμέλιο της Διαφοράς) ενότητα του Ανθρώπινου είδους και της υλικής Φύσης. Γι’ αυτό και η σύγκρουση ανάμεσα στο Ανθρώπινο είδος και το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο φανερώνεται ταυτόχρονα με δύο τρόπους: ως αντίθεση του Ανθρώπινου είδους με τον εαυτό του, και (σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο σύνδεσης) ως αντίθεση της ίδιας της υλικής Φύσης με τον εαυτό της.
Αυτή, με δυο λόγια, είναι η Παγκόσμια πραγματικότητα «για όσους εδράζουν στο κατώφλι της Χιλιετίας». Εν μέσω της πραγματικότητας αυτής, ο Hakim Bey έρχεται σ’ αυτό του το κείμενο να προτείνει μια πειραματικού χαρακτήρα νοητική αναδρομή στον 19ο αιώνα, με σκοπό την ενεργητική διερεύνηση κι ανάδειξη κάποιων στοιχείων που «θα μπορούσαν να ρίξουν φως στην τωρινή μας κατάσταση». Ο βασικός του συλλογισμός είναι απλός και στηρίζεται στην ομοιότητα που από κάποιες πολύ σημαντικές απόψεις φαίνεται να χαρακτηρίζει τους δύο αιώνες, τον 19ο και τον 21ο. Και στις δύο περιπτώσεις το Κεφάλαιο εμφανίζεται νικηφόρο κι ακαταμάχητο, καθολικός κυρίαρχος της κοινωνικής σκηνής. Μια αναδρομή στις καθοριστικές «στιγμές» του 19ου αιώνα θα μπορούσε να φωτίσει το μονοπάτι που οδήγησε τις εξελίξεις στη σημερινή κατάσταση και κάνοντας τούτο, ν’ αποβεί ωφέλιμη στη θεωρητική διάνοιξη της λεωφόρου του μέλλοντος.
Από την πλευρά μου, δεν έχω παρά να επικροτήσω την οξύνοια αυτής της έμπνευσης. Με μια ευθεία, κάθετη τομή πάνω στο παγωμένο σώμα του ιστορικού Χρόνου, το εγχείρημα του Bey διαπερνά πέρα ως πέρα το κομμάτι της Ιστορίας που ο ίδιος συνοπτικά ονομάζει «κίνημα του Κοινωνικού» προξενώντας ένα ρήγμα, κι απελευθερώνοντας αίφνης ένα δυναμικό πεδίο στις συνισταμένες του οποίου δύνανται ν’ αποτυπωθούν με διαυγή και παραγωγικό τρόπο τα καυτά ερωτήματα της εποχής μας.
Ένα κεφαλαιώδους σημασίας σημείο στο οποίο αξίζει εξαρχής να σταθούμε, είναι το ότι ο Bey τοποθετεί στο επίκεντρο του προβληματισμού του το ζήτημα της διάσπασης και του διαχωρισμού στο εσωτερικό του «κινήματος του Κοινωνικού», που το σημάδεψε καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής του πορείας. Όλη του η προσπάθεια φαίνεται να κινείται προς την ανακάλυψη ή και τη δημιουργία κάποιων –έστω και αμυδρών- αχτίδων που θα μπορούσαν να φωτίσουν το αμείλικτο «γιατί;» αυτής της διάσπασης. Το τέλος της Ιστορίας είναι η εποχή που πραγματώνει-αναιρεί την παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα στο συγχρονικό και το διαχρονικό επίπεδο του ιστορικού Χρόνου – το διαχρονικό είναι το απολύτως σύγχρονο. Αυτό είναι που κάνει το παραπάνω «γιατί;» ν’ αφορά όχι μόνο το «κίνημα του Κοινωνικού» αλλά πολύ περισσότερο: την Ανθρώπινη Ιστορία ως ενιαία και καθολική φυσική πραγματικότητα της διάσπασης και του διαχωρισμού του Ανθρώπινου είδους, και την Παγκόσμια εποχή του τέλους της Ιστορίας ως ολοκλήρωσης-πραγμάτωσης-φανέρωσης της πραγματικότητας αυτής.
Πριν προχωρήσουμε περαιτέρω στην πραγμάτευση του κειμένου, νομίζω πως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εντρυφήσουμε στην ευρύτερη συλλογιστική του Bey μες από την οποία προκύπτει, ως εύγεστος καρπός, το συγκεκριμένο διανοητικό πείραμα. Η συλλογιστική αυτή εγείρει δύο ζητήματα που βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση μεταξύ τους καθώς και με το προαναφερθέν φαινόμενο της καθολικής σύμπτωσης του συγχρονικού και του διαχρονικού επιπέδου στην πραγματικότητα του 21ου αιώνα, και ξετυλίγουν κάποια κρίσιμα νήματα τα οποία, σύμφωνα με την άποψή μου, οφείλουμε να τραβήξουμε μέχρι το απώτατο σημείο τους έτσι ώστε να μας αποκαλύψουν ολοκληρωμένη την αλήθεια τους.
Το πρώτο ζήτημα αφορά την ευρύτερη σύλληψη του ιστορικού Χρόνου και της σχέσης μας μαζί του στην οποία μας εισάγει ο Bey μυώντας μας στις προϋποθέσεις της διανοητικής του άσκησης. Και πιο συγκεκριμένα, την ενεργητική αντιμετώπιση του ιστορικού παρελθόντος. Με μια λέξη, το παρελθόν για τον Βey είναι το ζωντανό παρόν.
Καταρχήν, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αντίληψη αυτή έχει γενική και καθολική ισχύ. Σε αντίθεση με τη γραμμική-μηχανιστική αντίληψη του Χρόνου που προσιδιάζει στις ιδιαίτερες συνθήκες αξιοποίησης και αναπαραγωγής του Κεφαλαίου, το παρελθόν είναι πάντα ζωντανό μέσα στο Ανθρώπινο παρόν, απ’ τη στιγμή που το παρόν αυτό δεν είναι παρά το συγκεκριμένο κάθε φορά σημείο της διαλεκτικής κίνησης του Χρόνου στο δυναμικό πεδίο του οποίου αντιτίθενται-συντίθενται το παρελθόν και το μέλλον. [Το ζήτημα του μέλλοντος θα το διαπραγματευτώ στη συνέχεια, μιας και αποτελεί τη μείζονα διάσταση μιας ορισμένου τύπου, όχι ριζικής μα οπωσδήποτε σημαντικής διαφοροποίησης της οπτικής μου από αυτή του Bey.]
Πέραν, όμως, της γενικής αυτής αλήθειας σχετικά με το διαλεκτικό τρόπο συγκρότησης της ιστορικής πραγματικότητας, αυτό που έχει πραγματική βαρύτητα σήμερα είναι η κατανόηση της σχέσης του Ανθρώπινου είδους με τον ιστορικό (του) Χρόνο στην ιδιαίτερη-μοναδική κατάσταση του τέλους της Ιστορίας - μοναδική κατάσταση που συνίσταται στην καθολική πραγμάτωση-αναίρεση αυτής ακριβώς της γενικής αλήθειας.
Αν το τέλος της Ιστορίας συνίσταται στην ολοκλήρωση-πραγμάτωση-φανέρωση της οντολογικής της ουσίας στην κορυφαία-καθολική μορφή του Παγκόσμιου Φυσικοποιημένου Κεφαλαίου, αυτό σημαίνει ότι η έννοια του «ζωντανού παρελθόντος» αφορά το σύνολο της Ανθρώπινης Ιστορίας - όπως υποδεικνύει και ο ίδιος ο Bey με την παράθεση των πρεσβύτερων Ινδιάνων Μάγια δίπλα στους νεωτερικούς Μαρξ, Φουριέ και Νίτσε. Το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο (αυτό που εννοεί ο Bey όταν χρησιμοποιεί διατυπώσεις όπως «υπερρεαλιστικό Κεφάλαιο» και «μεταϊστορική αιωνιότητα») εμπερικλείει όλα τα στάδια της εξέλιξης της Ανθρώπινης Ιστορίας. Στη θέση, δηλαδή, των συγκεκριμένων Ανθρώπινων κοινωνιών και της ιστορικής τους σχέσης με το παρελθόν τους, σήμερα έχουμε να κάνουμε με την καθολική-Παγκόσμια σχέση του Ανθρώπινου είδους με το καθολικά φανερωμένο στη μορφή του Παγκόσμιου Φυσικοποιημένου Κεφαλαίου ειδολογικό του παρελθόν: το ζωντανό παρελθόν του Ανθρώπινου είδους ως ενός ακόμη ανάμεσα στ’ άλλα φυσικού είδους - σχηματικά θα λέγαμε, του Ανθρώπου–ζώου.
Ταυτόχρονα, όμως, η φυσική-οντολογική πραγματικότητα της Ιστορίας που φανερώνεται, είναι μια αναιρούμενη πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα, είναι ακριβώς η λογική της καθολικής αναίρεσης αυτή που επιτρέπει-επιβάλλει την καθολική φανέρωση. Η Ιστορία είναι ζωντανή για μία και μοναδική φορά ολόκληρη, ακριβώς διότι εξαφανίζεται ολόκληρη. Τη «στιγμή» που ένας Άνθρωπος πεθαίνει, ολόκληρη η ζωή του, σαν σε όνειρο, ξαναζεί - και η πραγματικότητα του τέλους της Ιστορίας δεν είναι παρά η μεταφορά της ιδιάζουσας αυτής κατάστασης της Ανθρώπινης μονάδας στο επίπεδο της Ανθρώπινης ολότητας. Η εξαφάνιση της Ιστορίας συνιστά μια φυσική-οντολογική ασυνέχεια που ως τέτοια δεν μπορεί να «χωρέσει», και αναγκαστικά διαρρηγνύει τον διαλεκτικό τρόπο συγκρότησης της πραγματικότητας στο εσωτερικό της Ιστορίας. Η καθολική φανέρωση της πραγματικότητας της Ιστορίας εγγυάται τη φυσική-οντολογική συνέχεια ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα κι αυτήν που πρόκειται ν’ ακολουθήσει. Αποτελεί το φυσικό-οντολογικό θεμέλιο μιας νέας, ανώτερης διευθέτησης της διαλεκτικής συγκρότησης της πραγματικότητας του Ανθρώπινου είδους, μιας διευθέτησης που να εμπεριέχει την προηγούμενη διευθέτηση της Ιστορίας στη μορφή ενός οριστικά κι αμετάκλητα μη αντιστρεπτού παρελθόντος (με τον ίδιο τρόπο που, για παράδειγμα, δεν μπορούμε να ξαναγίνουμε ψάρια).
Όσον αφορά, τώρα, το πώς τοποθετείται το πείραμα του Bey στη συνολική αυτή κατάσταση, αυτό που χρειάζεται να συγκρατήσουμε είναι πως, απ’ τη στιγμή που έχουμε να κάνουμε με την καθολική φανέρωση του ιστορικού παρελθόντος, όλες οι επιστροφές είναι δυνατές. Μπορούμε να ταξιδέψουμε σ’ οποιοδήποτε σημείο του ιστορικού Χρόνου θελήσουμε, απ’ τη στιγμή που από το καθολικό σημείο που βρισκόμαστε όλα τα σημεία του ιστορικού Χρόνου μπορούν ν’ αναγνωριστούν ως αυτό που πραγματικά υπήρξαν: ιδιαίτερες μορφές της ανάπτυξης της διαλεκτικής αντίθεσης ανάμεσα στο φυσικό και το Ανθρώπινο οντολογικό επίπεδο της υλικής Φύσης. [ Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τα ταξίδια μας στον ιστορικό Χώρο - η εποχή του τέλους της Ιστορίας έχει να κάνει με την αναίρεση της διάκρισης ανάμεσα στο Χώρο και το Χρόνο και τη φανέρωση της θεμελιακής οντολογικής τους ενότητας, μετά το φυσικό (όπως κατέδειξε η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν), τώρα και στο Ανθρώπινο οντολογικό επίπεδο.]
Αν, όμως, έτσι έχουν τα πράγματα, τι είναι αυτό που καθιστά την επιλογή του 19ου αιώνα μια ιδιαιτέρως προτιμητέα επιλογή πάνω στο «κοσμικό παλίμψηστο»; Το ερώτημα αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο σημαντικό ζήτημα που θέτει η αντίληψη του ιστορικού Χρόνου στην οποία μας εισάγει ο Βey: το ταξίδι μας στον 19ο αιώνα έχει την ιδιαίτερη αξία μιας επίσκεψης στη ζωτικής σημασίας περιοχή της «πρώτης αρχής» του Κεφαλαίου.
Αντιμέτωποι με μια θανάσιμα εχθρική πραγματικότητα που δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε διότι μας αγκαλιάζει από παντού, μια πραγματικότητα τόσο ολοκληρωτικά παρούσα όσο ακριβώς και ξένη, πολλά μοιάζουν να εξαρτώνται από την απάντηση που θα δώσουμε στην καίρια ερώτηση: Από πού προέρχεται τούτο το Κακό; Η ερώτηση αυτή φέρνει τα βήματά μας πίσω στον 19ο αιώνα, τότε που γεννήθηκε το Κεφάλαιο ως κυρίαρχη κοινωνική σχέση εντοπισμένη στο εσωτερικό του ιστορικού Χωρόχρονου, και πριν ακόμη διαβεί μες απ’ τις σαρωτικές του μεταμορφώσεις που μεταμόρφωσαν ολόκληρο τον Κόσμο και το μετουσίωσαν σε μια καθολική φυσική-οντολογική σχέση, με την ελπίδα να έρθουμε σ’ επαφή με την πρωταρχική εκείνη δυναμική που έθεσε σε κίνηση αυτή την απίστευτη δαιμονική εξέλιξη των πραγμάτων.
Όμως, όπως η ίδια αυτή η εξέλιξη υποδεικνύει αναδρομικά, το Κεφάλαιο ακόμη και στην πρώτη, ιστορική του μορφή έφερε μέσα του το σπέρμα της ολοκλήρωσης-φανέρωσης σύσσωμης της ιστορικής πραγματικότητας. Πράγμα που σημαίνει ότι αν θέλουμε πραγματικά ν’ ακολουθήσουμε το δρόμο της επιστροφής στην «πρώτη αρχή», είμαστε αναγκασμένοι να τον επεκτείνουμε. Θα πρέπει να πάμε πίσω απ’ το Κεφάλαιο και ακόμη περισσότερο, πίσω και πέρα από την ίδια την Ιστορία, σε μια φυσική-οντολογική πραγματικότητα που την περιέχει ως αναπόσπαστο κομμάτι της και τη νοηματοδοτεί – για την ακρίβεια, σε μια ιδιαίτερη και μοναδική φυσική-οντολογική σχέση. Στον προσδιορισμό και την κατανόηση της σχέσης αυτής μπορούμε σήμερα ν’ αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας, διότι η σχέση αυτή στην πραγματικότητα δε βρίσκεται πίσω μας, αλλά επιτέλους ολόκληρη…ακριβώς μπροστά μας.





Στρέφοντας, τώρα, την προσοχή μας στη συγκεκριμένη επιστροφή που πραγματεύεται ο Bey, την επιστροφή στον 19ο αιώνα, οφείλουμε εξαρχής να ομολογήσουμε ότι στα μάτια κάποιου που εκλαμβάνει την έννοια του πειράματος στην επιστημονική-θετικιστική της εκδοχή, κάποιου που αναζητά στέρεα και χειροπιαστά αποτελέσματα και δε συγκινείται από τις αβέβαιες δυνατότητες που ένα φαντασιακό ταξίδι στο χρόνο μπορεί ν’ ανοίξει στο στοχασμό, το πείραμα του Bey θα μπορούσε να θεωρηθεί παντελώς αποτυχημένο. Κι όντως, αν μείνουμε προσηλωμένοι στο ερώτημα που φαίνεται ν’ αποτελεί τον πυρήνα της όλης διερευνητικής διαδικασίας, το ερώτημα «ποια ήταν η αρχική και θεμελιώδης αιτία της διαμάχης ανάμεσα στον Μarx και τον Proudhon, και του σχίσματος ανάμεσα στο Μαρξισμό και τον αναρχισμό κατ’ επέκταση;», η απάντηση στην οποία καταλήγει η έρευνα του Βey μοιάζει εκ πρώτης όψεως εντελώς αποκαρδιωτική: δεν υπάρχει τίποτα. Για την ακρίβεια τίποτα το τόσο σημαντικό, καμία διαφορά τόσο ζωτική ώστε να καθίσταται αδιαπραγμάτευτη, τίποτα που να δικαιολογεί το αγεφύρωτο χάσμα και τη βαθιά έχθρα που χώρισε σε πολλές περιπτώσεις τις δύο κύριες εκδοχές του οράματος της κοινωνικής απελευθέρωσης που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα.
Κι όμως, στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς είναι το είδος της απάντησης που δικαιώνει πέρα ως πέρα την ουσιαστική χρησιμότητα του όλου εγχειρήματος. Την άποψη αυτή απηχεί και η στάση του ίδιου του Βey, ο οποίος στηρίζεται στο συμπέρασμα του «λογικού άτοπου» του σχίσματος καθώς και στις καταστροφικές του επιπτώσεις (και πάλι μέσω μιας φαντασιακής ανασύστασης των ευτυχών εξελίξεων που θα μπορούσε να έχει επιφέρει η αποφυγή της διαμάχης) προκειμένου να αναδείξει την επιτακτική αναγκαιότητα μιας άλλης, διαφορετικής απελευθερωτικής λογικής, μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αντίληψης που να στέκεται κριτικά απέναντι στην παράδοση του κοινωνικού κινήματος, ενωτικής και ταυτόχρονα απροκατάληπτης και αδογμάτιστης. Το μήνυμα που μοιάζει να διαπνέει ολόκληρο το κείμενο θα μπορούσε σχηματικά ν’ αποδοθεί ως εξής: το σχίσμα ανάμεσα στο Μαρξισμό και τον αναρχισμό υπήρξε ένα ολέθριο σφάλμα που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επαναλάβουμε στον 21ο αιώνα. Ούτε ο Μαρξισμός ούτε ο αναρχισμός κατέχουν από μόνοι τους το κλειδί της εξόδου από τον «παιχνιδότοπο του 19ου αιώνα», όπως άλλωστε μαρτυρά κι η ίδια η ιστορική εμπειρία. Αμφότεροι, όμως, είναι σε θέση να συνεισφέρουν δημιουργικά στη διάνοιξη μιας απελευθερωτικής προοπτικής που ν’ ανταποκρίνεται στα καθολικά-Παγκόσμια χαρακτηριστικά του 21ου αιώνα.
Ένα τέτοιο μήνυμα είναι εκ των πραγμάτων εξαιρετικά σημαντικό, παρ’ όλ’ αυτά θα ήταν κοντόφθαλμο να θεωρήσουμε ότι η διαπίστωση και η καταδίκη του σφάλματος μας επιτρέπει να ξεμπερδεύουμε μια και καλή με την ιστορία του σχίσματος. Η αναγνώριση των λαθών του παρελθόντος είναι οπωσδήποτε ένα απαραίτητο κομμάτι στη διαδικασία συγκρότησης του απελευθερωτικού οράματος του 21ου αιώνα, είναι προφανές όμως ότι δεν αρκεί. Όπως συμπεραίνει κι ο ίδιος ο Βey, «πρέπει ν’ αναζητήσουμε αλλού το πραγματικό σχίσμα μεταξύ αναρχισμού και Μαρξισμού». Η ανυπαρξία μιας πειστικής λογικής εξήγησης για το σχίσμα, μακριά απ’ το ν’ αποτελεί την καταληκτική μας θέση πάνω στο ζήτημα, είναι αυτή που δημιουργεί το πλαίσιο για την ουσιαστική τελεσφορία της έρευνας, ανοίγοντάς μας την πόρτα προς τη γνώση της βαθύτερης λογικής που διέπει την όλη κατάσταση.
Ένα εξαίσιο μονοπάτι προς τη βαθύτερη αυτή λογική μας προσφέρει το θεώρημα του Βey σχετικά με την υπόσταση του 21ου αιώνα ως «τρίτης επανάληψης του 19ου». Προς τι αυτή η επανάληψη ή, για να το θέσουμε πιο γενικά, προς τι όλη αυτή η καθυστέρηση, η αργοπορία της Ιστορίας; Ποια είναι η βαθύτερη λογική της εξελικτικής κίνησης του Ανθρώπινου είδους που κάνει έτσι ώστε όχι απλά να επιβιώνει, αλλά να εξαπλώνεται και να κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα της Παγκόσμιας πραγματικότητας ένα μοντέλο κοινωνικής συγκρότησης που έχει εδώ και πολύ καιρό εξαντλήσει το ιστορικό του δυναμικό, φτάνοντας στο σημείο να θέτει σε κίνδυνο, μόνο και μόνο με την παρουσία του, την ίδια τη φυσική υπόσταση του Ανθρώπινου είδους; Πως μπορούμε να ερμηνεύσουμε την ιδιότυπη κατάσταση των τελευταίων 200 ετών κατά την οποία ο Ανθρώπινος κόσμος έχει μεταμορφωθεί τόσο ριζικά όσο δε συνέβη καθ’ όλη την προηγούμενη διάρκεια της Ιστορίας, παραμένοντας ταυτόχρονα τόσο θεμελιακά ο ίδιος; Τι είναι αυτό που κάνει έτσι ώστε αν επιχειρούσαμε κι εμείς με τη σειρά μας ένα διανοητικό πείραμα μιας φανταστικής συνάντησης ενός ανθρώπου του 19ου αιώνα κι ενός του 21ου, αυτοί οι δύο άνθρωποι να είναι σε θέση να διεξάγουν μια κοινωνικοπολιτική συζήτηση πάνω σε κάποιες απτές κοινές βάσεις κι εννοιολογήσεις, ενώ ταυτόχρονα είναι βέβαιο πως ο ένας θα βίωνε τον άλλο σαν ον από άλλο πλανήτη καθώς υπάρχει μια πραγματική άβυσσος που χωρίζει τις πραγματικότητές τους;
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στον ίδιο το χαρακτήρα του Παγκόσμιου Φυσικοποιημένου Κεφαλαίου. Ο χαρακτήρας αυτός μας υποδεικνύει ότι η ιδιόμορφη όσο και σαρωτική εξέλιξη που έλαβε χώρα διαμέσου της επαναληπτικής κίνησης της Ιστορίας από τον 19ο στον 21ο αιώνα, είναι μια εξέλιξη οντολογικού κι όχι ιστορικού χαρακτήρα. Πρόκειται για το είδος αυτό της εξέλιξης που προσδιορίζει τη φανέρωση της πραγματικότητας της Ιστορίας μέσα στο φυσικό-οντολογικό πλαίσιο που εμπερικλείει τόσο την απαρχή της κίνησής της όσο και το τέλος της - αυτό είναι που την κάνει τόσο καθολική, ώστε με αμιγείς κοινωνικο-ιστορικούς όρους να καθίσταται αόρατη. Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης αυτής, το Κεφάλαιο ολοκλήρωσε-φανέρωσε την υπόστασή του επεκτεινόμενο προς όλες τις πλευρές του ιστορικού Χωροχρόνου, ολοκληρώνοντας-φανερώνοντας έτσι την υπόσταση της ίδιας της Ανθρώπινης Αλλοτρίωσης ως αυτό που τελικά-πραγματικά είναι: όχι ένα ιστορικό φαινόμενο, μια κατάσταση εντοπισμένη στο εσωτερικό της πραγματικότητας της Ιστορίας, αλλά ένα φυσικό-οντολογικό φαινόμενο που αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται-φανερώνεται διαμέσου της Ιστορίας. Η πραγματικότητα του Παγκόσμιου Φυσικοποιημένου Κεφαλαίου φανερώνει ότι η Αλλοτρίωση του Ανθρώπινου είδους από την πραγματική-Θεϊκή του Φύση είναι που εξηγεί την Ιστορία κι όχι το αντίστροφο. Διαμέσου της εξέλιξης των τελευταίων 200 χρόνων, το Κεφάλαιο πραγματώνει τον εαυτό του και την Αλλοτρίωση μετουσιωνόμενο από μια ιστορική κι αναγκαστικά μερική σε μια καθολική φυσική-οντολογική σχέση. Πράγμα που, διαβασμένο ανάποδα (από τη σκοπιά, δηλαδή, της Ανθρώπινης απελευθέρωσης), σημαίνει ότι η ίδια η Ανθρώπινη κοινωνία (το Ανθρώπινο είδος, δηλαδή, καθώς δε νοείται Ανθρώπινο είδος έξω από την θεμελιακή κοινωνική του συγκρότηση) ανέρχεται στο επίπεδο εκείνο που τη φέρνει σε θέση να φανερώσει την πραγματική της υπόσταση ως ενεργού φορέα μιας καθολικής φυσικής-οντολογικής συνθήκης – μιας ολόκληρης, νέας και ανώτερης φυσικής πραγματικότητας.
Το σχίσμα ανάμεσα στο Μαρξισμό και τον αναρχισμό συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας καθολίκευσης-οντολογικοποίησης του Κεφαλαίου ως τελικής-πραγματικής μορφής της Αλλοτρίωσης, και μάλιστα κομμάτι κομβικής σημασίας, καθώς εγκαινιάζει την επέκταση της διάσπασης στο εσωτερικό του «στρατοπέδου» του Κοινωνικού – κι είναι αυτή ακριβώς η διάσπαση που λαμβάνει χώρα εντός του ήδη υφιστάμενου διαχωρισμού της Ιστορίας (δηλαδή της ταξικής διαίρεσης) το στοιχείο που προσδιορίζει τη διαδικασία μετάβασης της Αλλοτρίωσης από το ιστορικό στο καθολικό-οντολογικό επίπεδο.
Η ιστορία της σύγκρουσης ανάμεσα στο Μαρξισμό και τον αναρχισμό στην ουσία της δεν είναι παρά η ιστορία της μετεγγραφής στο εσωτερικό του κινήματος του Κοινωνικού της θεμελιώδους αντίθεσης που συγκροτεί την πραγματικότητα της Ιστορίας: της αντίθεσης ανάμεσα στην Ανθρώπινη μονάδα και την Ανθρώπινη ολότητα, ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Όταν η διαμάχη μετατράπηκε σε αγεφύρωτη αντιπαλότητα, που ήρθε στη συνέχεια να επικυρωθεί μες από ιστορικά γεγονότα που έφεραν πέρα από τις ιδέες, την ίδια την Ανθρώπινη σάρκα και το αίμα να χωρίσουν τις δύο παρατάξεις (βλ. τα γεγονότα της Κροστάνδης), εγκαταστάθηκε ένα είδος καταμερισμού εργασίας στο εσωτερικό του κινήματος του Κοινωνικού σύμφωνα με τον οποίο ο μεν αναρχισμός φάνηκε να συλλαμβάνει την υπόθεση της Ανθρώπινης απελευθέρωσης από τη σκοπιά της απελευθέρωσης του ατόμου από τις κοινωνικές-θεσμικές μορφές κυριαρχίας, ο δε Μαρξισμός από τη σκοπιά της απελευθέρωσης της κοινωνίας από την κυριαρχία του ατομικού συμφέροντος της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Αυτή η διάσπαση του ενιαίου και καθολικού χαρακτήρα του απελευθερωτικού οράματος έθεσε τις βάσεις για την αφομοίωση αμφότερων των ιδεολογιών στην κίνηση της καθολίκευσης της Αλλοτρίωσης, αφομοίωση που στο έσχατο σημείο της ανάπτυξής της έφερε τον μεν αναρχισμό να μετατρέπεται σε μια καρικατούρα των αρχών του φιλελεύθερου ατομισμού του Κεφαλαίου στο εσωτερικό του κινήματος του Κοινωνικού (υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα αυτής της φαινομενικά αδιανόητης εγγύτητας, με πιο πρόσφατο κι απολύτως χαρακτηριστικό την ιδεολογία της «νέας οικονομίας» της Καλιφόρνια και του περιοδικού Wired), τον δε Μαρξισμό να μετατρέπεται αντίστοιχα σε καρικατούρα των συγκεντρωτικών-ολοκληρωτικών τάσεων του Κεφαλαίου στο εσωτερικό του κινήματος του Κοινωνικού, αλλά και κάτι περισσότερο: μες απ’ την κυριαρχία του σταλινισμού στην Ε.Σ.Σ.Δ και το Παγκόσμιο κοινωνικό κίνημα, να γίνεται ο ίδιος ένας ενεργός εξουσιαστικός φορέας της επιβολής των τάσεων αυτών.
Η διαφορά αυτή, το γεγονός δηλαδή που επισημαίνει και ο Βey ότι ο Μαρξισμός απέκτησε εξουσία ενώ ο αναρχισμός όχι, έχει εν πολλοίς να κάνει με το ότι η κίνηση της καθολίκευσης της Αλλοτρίωσης υπήρξε ταυτόχρονα η κίνηση του Κεφαλαίου από την «ηρωική» φιλελεύθερη-ατομιστική του φάση στη φάση του συγκεντρωτισμού-ολοκληρωτισμού, κίνηση με την οποία ο Μαρξισμός είχε ασφαλώς πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα να συμπορευτεί με επιτυχία. Το βαρύ, κυριολεκτικά ασήκωτο τίμημα που πλήρωσε ο Μαρξισμός γι’ αυτή του την επιτυχία, ήταν το να δει την πλαστογράφηση του απελευθερωτικού οράματος να συντελείται κάτω απ’ το δικό του όνομα. Από την άλλη, η αποτυχία του αναρχισμού και η συνακόλουθη περιθωριοποίησή του ως τάση μέσα στο κοινωνικό κίνημα ήταν αυτή που του επέτρεψε να μείνει μακριά από τις συντελούμενες εξελίξεις και να διαμορφώσει έναν ολόκληρο νοητό χώρο, μια μικρή αλλά σταθερή εστία κριτικής και αντίστασης μες απ’ την οποία ξεπήδησαν κάποιες από τις πλέον γόνιμες επεξεργασίες της πραγματικότητας του 20ου αιώνα, κρατώντας (σε παράλληλη διαδρομή με ορισμένες κριτικές τάσεις του Μαρξισμού που εμφανίστηκαν μες από και σε αντίθεση με την αφομοίωση της θεωρίας του Μarx στην κίνηση της καθολίκευσης της Αλλοτρίωσης) ζωντανή τη φλόγα του οράματος της Ανθρώπινης απελευθέρωσης σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς.
Αν, τώρα, έχοντας αυτά κατά νου, επιστρέψουμε σ’ αυτά καθεαυτά τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες της διαφωνίας ανάμεσα στο Μarx και τον Proudhon, ιδιαίτερα έτσι όπως αυτές προκύπτουν μες από την παράθεση της σχετικής μεταξύ τους αλληλογραφίας από τον Βey, αξίζει πιστεύω να σταθούμε για λίγο στο έξοχο παράδειγμα που μας παρέχουν αναφορικά με τη φύση της σχέσης ανάμεσα στη διάσταση του τυχαίου κι αυτήν του αναγκαίου στην Aνθρώπινη Ιστορία. Η διάσταση του αναγκαίου έχει να κάνει με την κίνηση της καθολίκευσης-οντολογικοποίησης του Κεφαλαίου και της Αλλοτρίωσης που αναφέρθηκε παραπάνω. Το τυχαίο στην προκειμένη περίπτωση ενσαρκώνεται στον καθοριστικό ρόλο που φαίνεται να έπαιξε στην όλη υπόθεση η φαινομενικά άσχετη κι ασήμαντη λεπτομέρεια που ακούει στο όνομα «κύριος Grun».
Ίσως να μπαίνω υπερβολικά στο «πετσί» της φαντασιακής επιστροφής στον 19ο αιώνα (όμως αυτό δεν είναι και το νόημα της όλης διαδικασίας;), παρ’ όλ’ αυτά δε μπορώ ν’ αγνοήσω την επίμονη αίσθηση ότι όταν ο Μarx ολοκλήρωσε το κύριο μέρος της επιστολής του προς τον Proudhon, η πένα του ταλαντεύτηκε στον αέρα έστω και για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου προτού πατήσει πάλι στο χαρτί και ξεκινήσει να σκαλίζει το υστερόγραφο στο οποίο καταγγέλλει τον κ. Grun για οικονομική εκμετάλλευση των σοσιαλιστικών ιδεών κι επίδειξη φιλοσοφικής αλαζονείας. Μέσα σ’ αυτά τα κλάσματα του δευτερολέπτου ίσως και να κρίθηκαν όλα. Με δεδομένο το χαρακτήρα αμφότερων των ιδιοφυιών μας, θεωρώ κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο Proudhon ενοχλήθηκε σφόδρα από τη δριμεία κι αδικαιολόγητη – κατ’ αυτόν – επίθεση του Μarx σε κάποιον που συνέβαλλε ενεργά στη σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση του προλεταριάτου του Παρισιού αντιμετωπίζοντας παράλληλα δυσβάσταχτες οικονομικές δυσκολίες, όπως επίσης κι ότι ο Μarx δεν εκτίμησε ιδιαίτερα το δωρεάν μάθημα κοινωνικής ηθικής που του παρέδωσε ο Proudhon στην απαντητική του επιστολή. Ό,τι ακολούθησε δεν είναι παρά (η γνωστή) ιστορία.
Τώρα, το μάθημα που μπορούμε εμείς απ’ την πλευρά μας να βγάλουμε απ’ αυτή την ιστορία αφορά τη συμπληρωματικότητα της σχέσης που συνδέει τη διάσταση του τυχαίου μ’ αυτήν του αναγκαίου στο πλέγμα της πραγματικότητας της Ιστορίας. Συμπληρωματικότητα σύμφωνα με την έννοια που απέδωσε στον όρο ο μεγάλος Δανός φυσικός Νiels Bohr, και η οποία ορίζει ως συμπληρωματική τη σχέση δύο διαστάσεων που συνυπάρχουν στο ίδιο φαινόμενο με τέτοιο τρόπο ώστε όταν εφιστούμε την προσοχή μας στο ένα το άλλο να εξαφανίζεται, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η ταυτόχρονη θέαση και μελέτη και των δύο. Όπως το συνοψίζει με ακρίβεια ο Milan Kundera σε κάποια αποστροφή του λόγου του, «Τυχαία είναι ένας διαφορετικός τρόπος για να πει κανείς: μοιραία».
Ολ’ αυτά μπορεί ν’ ακούγονται (και να είναι) εξαιρετικά ενδιαφέροντα, αυτό όμως που έχει πραγματικά σημασία για μας σήμερα είναι να κατανοήσουμε ότι παρά το στίγμα της διάσπασης που κληροδότησε στο κοινωνικό κίνημα του 20ου αιώνα η διαμάχη ανάμεσα στο Μαρξισμό και τον αναρχισμό, αμφότερες αυτές οι εκδοχές του απελευθερωτικού οράματος εμπεριέχουν στην ίδια τους τη ρίζα τον ενιαίο και καθολικό χαρακτήρα της απελευθέρωσης του Ανθρώπινου είδους, τη γνώση δηλαδή ότι η υποδούλωση κι η απελευθέρωση της Ανθρώπινης μονάδας από τη μία και της Ανθρώπινης ολότητας από την άλλη, του ατόμου και της κοινωνίας, συνιστούν τους πόλους μιας ενιαίας διαδικασίας που συγκροτείται διαλεκτικά μες από την αμοιβαία διάθλαση του ενός μέσα στον άλλο – ως προς αυτό, είναι απολύτως χαρακτηριστικό ότι το απόσπασμα από τα Χειρόγραφα του Μarx που χρησιμοποιεί ο Bey για να υπογραμμίσει τη φιλοσοφική συνάφεια ανάμεσα στο Μarx και τον Proudhon (τον αναρχισμό του Μarx, όπως ο ίδιος το διατυπώνει) είναι ακριβώς το απόσπασμα στο οποίο ο Μarx καταδεικνύει ότι η αντίθεση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία βρίσκεται στη ρίζα της Αλλοτρίωσης και ότι η άρση της αντίθεσης αυτής συνιστά το θεμελιακό καθήκον και κριτήριο της Ανθρώπινης απελευθέρωσης [« Αυτό που πρέπει οπωσδήποτε και πάνω απ’ όλα ν’ αποφευχθεί…….διακήρυξη κοινωνικής ζωής»].
Η ανάδειξη της σύγκλισης ως προς αυτό το απολύτως καθοριστικό σημείο συνιστά, σύμφωνα τουλάχιστο με τη δική μου κατανόηση, και το βαθύτερο νόημα της απόπειρας του Βey να επανεξετάσει τους ιστορικούς όρους και τις θεωρητικές προϋποθέσεις της διαμάχης, και μέσω της επανεξέτασης αυτής να θέσει το αίτημα της κριτικής εκμετάλλευσης αμφότερων των θεωρητικών παραδόσεων προκειμένου να συμβάλλουν στην εκ νέου συγκρότηση του απελευθερωτικού οράματος στις συνθήκες της εποχής του τέλους της Ιστορίας - πολύ δε περισσότερο που οι συνθήκες αυτές θέτουν σήμερα το ζήτημα της ενιαίας και καθολικής Ανθρώπινης απελευθέρωσης μ’ έναν τρόπο τόσο άμεσο κι επιτακτικό που ο 19ος αιώνας δεν θα μπορούσε καν να έχει διανοηθεί.
Η άποψή μου είναι ότι ο ακρογωνιαίος λίθος του απελευθερωτικού οράματος του 21ου αιώνα βρίσκεται στην Επαναστατική Ιδεολογία της Θεϊκότητας του Ανθρώπινου Είδους (Ε.Ι.Θ.Α.Ε) που υποστηρίζει ότι η ενιαία και καθολική απελευθέρωση του Ανθρώπινου είδους σημαίνει την Αποκάλυψη της πραγματικής-Θεϊκής του φύσης μες από την Επανάστασή του ενάντια στο Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο, καθώς η θεωρία αυτή είναι η μόνη που μπορεί να παράσχει επαρκείς εξηγήσεις σχετικά με όσα έγιναν, όσα γίνονται, αλλά και όσα θα γίνουν.
Σύμφωνα με την Ε.Ι.Θ.Α.Ε, η καθολίκευση-οντολογικοποίηση της Αλλοτρίωσης στην κίνηση της οποίας εγγράφονται και νοηματοδοτούνται οι ήττες των προσπαθειών για την κοινωνική απελευθέρωση που κατέληξαν στη συνολική ήττα του «κινήματος του Κοινωνικού» το 89-91, στην πραγματικότητα συνιστά την αναγκαία βάση και προϋπόθεση της ενιαίας και καθολικής-Παγκόσμιας απελευθέρωσης του Ανθρώπινου είδους. Ήταν απαραίτητο η κατάσταση των πραγμάτων να φτάσει στο σημείο που ο Βey περιγράφει ως «εξωτερίκευση της εσώτερης ουσίας του Κεφαλαίου» (και της Ιστορίας συνολικά, θα προσθέταμε) έτσι ώστε να φανερωθεί η Ανθρώπινη Αλλοτρίωση «αυτοπροσώπως» ως η μία και μοναδική-καθολική πηγή της Ανθρώπινης υποδούλωσης. Μέχρι να ολοκληρωθεί-φανερωθεί η διαδικασία αυτή, το «κίνημα του Κοινωνικού» από τη μία έριχνε φως στο μέλλον του Ανθρώπινου είδους δείχνοντας το δρόμο προς το μεγάλο Προορισμό, από την άλλη όμως σε άμεσο επίπεδο ήταν καταδικασμένο να ρίχνει νερό στο μύλο της Αλλοτρίωσης με τις αποτυχίες αλλά και τις επιμέρους επιτυχίες του, καθώς η συνολική κίνηση της Ιστορίας είχε πάντα τον τρόπο να ενσωματώνει το επιμέρους των επιτυχιών αυτών στο καθολικό της Αλλοτρίωσης, να δημιουργεί στην πραγματικότητα το καθολικό της Αλλοτρίωσης από το επιμέρους αυτό - με πλέον χαρακτηριστική περίπτωση τη Ρώσικη Επανάσταση.
Γιατί; Διότι η φυσική-οντολογική πραγματικότητα της Ανθρώπινης Αλλοτρίωσης για να ξεπεραστεί έπρεπε πρώτα να ολοκληρωθεί-φανερωθεί ως τέτοια. Κάνοντας τούτο, φανερώνει ταυτόχρονα και το πιο σημαντικό: ότι όπως η Ανθρώπινη υποδούλωση, έτσι και η Ανθρώπινη απελευθέρωση δεν προσδιορίζεται εντός των συντεταγμένων της πραγματικότητας του ιστορικού Χρόνου αλλά είναι αυτή που προσδιορίζει αυτές τις συντεταγμένες, καθώς θεμελιώνεται φυσικά-οντολογικά: ως μετάβαση του Ανθρώπινου είδους από μια ενιαία και καθολική φυσική πραγματικότητα (αυτήν της Αλλοτρίωσης) σε μια άλλη, την πραγματικότητα της ολοκληρωμένης-πραγματωμένης Θεϊκής φύσης του Ανθρώπινου είδους.
Το κλειδί για την κατανόηση του μέλλοντος του Ανθρώπινου είδους και της Επανάστασης που θα το πραγματώσει, έγκειται στην κατανόηση ότι δεν πρόκειται για μια ιστορική ρήξη-ασυνέχεια, αλλά για το φυσικό-οργανικό γεγονός της Γέννησης. Η αναλογία με τη φυσική πράξη της γέννησης ενός Ανθρώπου είναι ο μοναδικός κι ιδανικός τρόπος για να εννοήσουμε το χαρακτήρα της επερχόμενης Επανάστασης, έχοντας μάλιστα κατά νου ότι δεν πρόκειται για μια συμβολική μεταφορά-παρομοίωση αλλά πολύ περισσότερο: για την κυριολεκτική μετουσίωση του φυσικού προτύπου της γέννησης από το επίπεδο της Ανθρώπινης μονάδας σ’ αυτό της Ανθρώπινης ολότητας - μετουσίωση που μπορεί ν’ απεικονιστεί μέσω ενός φράκταλ σχηματισμού και θεμελιώνεται οντολογικά στη σχέση ενεργούς κι αμοιβαίας διάθλασης ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο επίπεδα-πόλους της διαλεκτικής συγκρότησης της Ανθρώπινης πραγματικότητας.
Η αναλογία αυτή δηλώνει ότι όπως στην περίπτωση της γέννησης του Ανθρώπινου βρέφους έχουμε να κάνουμε με την οριακή στιγμή της φανέρωσης στον Κόσμο μιας ολόκληρης, ενιαίας κι ανεξάρτητης Ανθρώπινης πραγματικότητας από κει που κυριολεκτικά δεν υπήρχε, έτσι και η Επανάσταση του 21ου αιώνα θα γεννήσει μια ολόκληρη, ενιαία κι ανεξάρτητη Ανθρώπινη πραγματικότητα από κει που δεν υπήρχε: την πραγματικότητα της πραγματωμένης Θεϊκότητας του Ανθρώπινου είδους.
Κατανοώντας τούτο, οφείλουμε κατ’ αντιστοιχία να εννοήσουμε την εξελικτική κίνηση της Ανθρώπινης Ιστορίας-Αλλοτρίωσης ως την φυσική-οργανική διαδικασία της κύησης αυτής της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα του Ιστορικού Χρόνου δεν είναι το αιώνιο πεπρωμένο μας, είναι η μήτρα που μας έθρεψε μέχρι να γίνουμε έτοιμοι να σπάσουμε το κουκούλι της και να βγούμε επιτέλους στην ολοκληρωμένη-πραγματική μας Θεϊκή μορφή, όπως ακριβώς κι ένα βρέφος: έξω στον Κόσμο.
Όλ’ αυτά σημαίνουν ότι το θεμέλιο της νέας αυτής πραγματικότητας δε μπορεί παρά να είναι κι αυτό φυσικού-οντολογικού χαρακτήρα: η γέννηση του ολοκληρωμένου-πραγματικού Ανθρώπου ταυτίζεται με την υπέρβαση του φυσικού νόμου του Θανάτου και την κατάκτηση της υλικής αθανασίας που θα σημάνει τη μετάβαση της εξελικτικής κίνησης του Ανθρώπινου είδους από τη διάσταση του ιστορικού Χρόνου σ’ αυτήν του συμπαντικού Χώρου.
Όταν ο Καμύ δήλωνε ότι «το μόνο σοβαρό φιλοσοφικό ζήτημα είναι αυτό της αυτοκτονίας» είχε πολύ περισσότερο δίκιο απ’ όσο νόμιζε καθώς το ζήτημα αυτό, πέρα από ζήτημα προσωπικής-ηθικής στάσης απέναντι στην πραγματικότητα της αποξένωσης, αφορά την ίδια αυτήν την πραγματικότητα στην ολοκληρωμένη-πραγματική της μορφή. Ο λόγος που το Ανθρώπινο είδος έχει οδηγήσει τα πράγματα στο σημείο που ν’ απειλείται με καθολικό αφανισμό από μια πραγματικότητα που έχει το ίδιο δημιουργήσει, είναι ότι στην πραγματικότητα αυτή αποκαλύπτεται η εσώτερη οντολογική ουσία της Ανθρώπινης Αλλοτρίωσης: ο Θάνατος.
Το ζήτημα είναι ν’ αντιληφθούμε ότι το σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι ότι η εξελικτική κίνηση του Ανθρώπινου είδους καταλήγει στο Θάνατο, αλλά η αντίστροφη όψη της διαδικασίας αυτής: ότι δηλαδή ο Θάνατος καταλήγει να συνιστά αντικείμενο της εξελικτικής κίνησης του Ανθρώπινου είδους. Μέσω της αυτοκτονικής διαδικασίας που περιλαμβάνει ουσιαστικά ολόκληρη την Ιστορία, αυτό που ουσιαστικά έκανε το Ανθρώπινο είδος ήταν να μετατρέψει το Θάνατο από εξωτερικό νόμο που του επιβάλλει η Φύση όπως και σ’ όλα τα υπόλοιπα φυσικά όντα, σε μια πραγματικότητα που πλέον καθορίζεται από την ίδια του τη δράση - να φέρει με δυο λόγια το Θάνατο στα μέτρα του. Απ’ τη στιγμή που μια Ανθρώπινα δημιουργημένη ιστορική πραγματικότητα (το Κεφάλαιο) μετουσιώνεται στην καθολική φυσική-οντολογική πραγματικότητα του Θανάτου (Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο), σημαίνει ότι το Ανθρώπινο είδος έχει οδηγήσει τον εαυτό του σε τέτοια θέση ώστε κάνοντας αυτό που ούτως ή άλλως αποτελεί τον κινητήρα της εξέλιξής του μέχρι σήμερα, δηλαδή να υπερβαίνει τις κοινωνικο-ιστορικές πραγματικότητες που το ίδιο δημιουργεί, να μπορεί να υπερβεί ταυτόχρονα και μέσα στην ίδια διαδικασία και τον ίδιο το Θάνατο - ο Θάνατος μετατρέπεται σε μια Ανθρώπινη πραγματικότητα που μπορεί ν’ ανατραπεί από τον Άνθρωπο όπως και οποιαδήποτε άλλη.
Επομένως ο Βey έχει κάθε δίκιο να ονομάζει την τρίτη επανάληψη του 19ου αιώνα στον 21ο «τρίτη και τυχερή», στην πραγματικότητα «ιδανική» - για το Ανθρώπινο είδος ασφαλώς, κι όχι για τους μεγαλοτραπεζίτες και τους μεγαλοβιομήχανους όπως μπορεί να δείχνει το πράγμα από τη σκοπιά που μας υποβάλλει προσωρινά το αντεστραμμένο κάτοπτρο της καθολικευμένης Αλλοτρίωσης. Η τρίτη επανάληψη επίσης κάθε άλλο παρά τυχαία είναι: o αριθμός «3» βρίσκεται στην καρδιά της ειδολογικής ιδιαιτερότητας που διαχωρίζει το Ανθρώπινο είδος από τα υπόλοιπα φυσικά όντα, καθώς σύμφωνα με την διαλεκτικοϋλιστική οντολογία του ίδιου του Μarx, η ιδιαιτερότητα αυτή έγκειται στο ότι ενώ όλα τα φυσικά όντα συγκροτούν την υπόστασή τους μέσα σε μια άμεση, δυαδική σχέση αμοιβαιότητας με την εξωτερική υλική Φύση, στην περίπτωση του Ανθρώπινου είδους η σχέση αυτή γίνεται τριαδική καθώς διαμεσολαβείται από την ίδια τη δράση του Ανθρώπινου είδους η οποία διαμορφώνει ενεργά τόσο το Ανθρώπινο είδος όσο και την εξωτερική υλική Φύση, δημιουργεί δηλαδή την Ανθρώπινη Φύση. Το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο συνιστά την τρίτη και τελική μορφή του Κεφαλαίου μετά την φιλελεύθερη και την ολοκληρωτική-συγκεντρωτική, ενώ το ίδιο το Ανθρώπινο είδος συνιστά την τρίτη και τελική μορφή του υλικού Κόσμου μετά τη μορφή της ανόργανης ύλης και της ζωής.
Τώρα, μιας και μόλις αναφέρθηκα στην μαρξιστική οντολογία, αν η άποψη που προτείνει η Ε.Ι.Θ.Α.Ε είναι όντως ορθή, τότε σύμφωνα με όλα όσα έχουν ήδη ειπωθεί για τη σχέση που συνδέει το απελευθερωτικό όραμα του 21ου αιώνα με την παράδοση του Μαρξισμού και του αναρχισμού, είναι εύλογο να περιμένουμε ότι ανατρέχοντας στις ρίζες της σκέψης του Μarx και του Proudhon θ’ ανακαλύψουμε αναδρομικά κάποια νήματα σύνδεσης, κάποια ίχνη προϊδέασης που θα μας επέτρεπαν να εγκαταστήσουμε μια ορισμένη σχέση συνέχειας ανάμεσα στην Ε.Ι.Θ.Α.Ε και τις θεωρητικές ενοράσεις αυτών των τιτάνων της απελευθερωτικής σκέψης του 19ου αιώνα. Το ζήτημα αυτό ασφαλώς αξίζει και οφείλει να τύχει μιας ξεχωριστής, εκτενούς και συστηματικής μελέτης - παρ’ όλ’ αυτά όμως, το γεγονός ότι ο στόχος της διαλεύκανσης της ουσίας της διαμάχης ανάμεσα στο Μarx και τον Proudhon προσανατολίζει τον Βey στην καρδιά των ζητημάτων, σε συνδυασμό με την οξυμένη (θα έλεγα διαισθητική) ικανότητα του συγκεκριμένου στοχαστή να διακρίνει το που ακριβώς ελλοχεύει αυτή η καρδιά, καθιστούν το μικρό αριθμό των αποσπασμάτων που παραθέτει από κείμενα των Μarx και Proudhon ένα επαρκές έναυσμα για να ερευνήσουμε αυτή τη σχέση συνέχειας, προχωρώντας ταυτόχρονα στην πληρέστερη επεξήγηση της λογικής της Ε.Ι.Θ.Α.Ε.





Αυτό, καταρχήν, που μπορούμε και με «γυμνό μάτι» να παρατηρήσουμε είναι η παρουσία μιας ορισμένης επεξεργασίας της ιδέας του Θεού στα γραπτά και των δύο στοχαστών, η οποία μάλιστα φαίνεται να κατέχει μια κομβική θέση στην εκτύλιξη της αλυσίδας των θεωρητικών τους συνειρμών - πράγμα όχι και τόσο αναμενόμενο για επεξεργασίες κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου που εντάσσουν συνειδητά τον εαυτό τους στο ριζοσπαστικό αντι-θεολογικό σχέδιο της «επιστημονικότητας». Το παράδοξο γίνεται ακόμη μεγαλύτερο από το γεγονός ότι η παρουσία της ιδέας του Θεού δεν είναι το αντικείμενο κάποιου είδους κοινωνιολογικής κριτικής της θρησκείας του στυλ «η θρησκεία είναι ένας οικονομικός θεσμός κι ένα ιδεολογικό όπλο της εξουσίας που κρατάει τις ανθρώπινες συνειδήσεις στην άγνοια και την προκατάληψη» - ένας νόμιμος και συνήθης τύπος κριτικής εντός του πλαισίου ανάλυσης που υπαγορεύει το προαναφερόμενο σχέδιο. Όχι, αυτό που δείχνει ν’ απασχολεί το Μarx και τον Proudhon είναι…ο Θεός ο ίδιος, και μάλιστα κατά τρόπο που εκδηλώνει μια σαφή τάση να υπερβεί το επίπεδο της συγκεκριμένης μορφής κριτικής, καταδεικνύοντάς την ρητά ως ανεπαρκή. Να, λοιπόν, ένα σημείο σύγκλισης ανάμεσα στο Μarx και τον Proudhon η σημασία του οποίου φαίνεται να διέφυγε της προσοχής του Βey: η κοινή κριτική τους στάση απέναντι στον αστικό αθεϊσμό του αφελούς εμπειρισμού και της ραγδαία αναπτυσσόμενης επιστήμης. Η μετέπειτα Ιστορία απέδειξε ότι είχαν κάθε δίκιο, καθώς αυτού του είδους ο αθεϊσμός απέτυχε να μας απαλλάξει από τη βαριά σκιά της ιδέας του Θεού. Iσα-ίσα μάλιστα, ήταν αυτός που καθοδήγησε τη διαδικασία που ολοκληρώνεται στον 21ο αιώνα στην κατάσταση που πολύ ορθά περιγράφει ο Βey ως «μεταμόρφωση του Θεού σε Χρήμα που ασκεί στον κόσμο όλες τις εξουσίες που μέχρι πρότινος ανήκαν στη δικαιοδοσία του Θεού» - μια καθολική-Παγκόσμια κατάσταση πραγμάτων που μοιραία και ταυτόχρονα ευνοεί στο εσωτερικό της την άνθιση παντός είδους αντιδραστικών μεταφυσικών δοξασιών που η Πρόοδος κι η Επιστήμη διατείνονταν με καμάρι ότι είχαν στείλει για πάντα στο χρονοντούλαπο του παρελθόντος.
Η λογική κατάληξη της κριτικής αυτής στάσης αποτυπώνεται με εκπληκτική πράγματι σαφήνεια και καθαρότητα σ’ αυτό που εύστοχα αποκαλεί ο Βey «αναρχική θεολογία», στην ευθεία επίθεση που εξαπολύει ο Proudhon στην εισαγωγή του βιβλίου «Η Φιλοσοφία της Φτώχειας» όχι στη θρησκεία, αλλά στον ίδιο το Θεό. «Με τον καιρό θα είμαι όλο και λιγότερο ένας εργάτης της δυστυχίας και με το φως που θα έχω κατακτήσει, με την τελειότητα της ελευθερίας μου, θα αποκαθαρθώ, θα εξιδανικεύσω το είναι μου και θα γίνω ο άρχων της δημιουργίας, ίσος με το Θεό»: η φράση αυτή απλά συνοψίζει το σκοπό της εξέλιξης του Ανθρώπινου είδους. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Proudhon, ο Άνθρωπος δεν αρνείται την ιδέα του Θεού αλλά απευθυνόμενος σ’ αυτόν (αναγνωρίζοντας δηλαδή την πραγματικότητα της υπόστασής του ως φαντασιακού δημιουργήματος του Ανθρώπινου είδους) του επιτίθεται, με στόχο - που είναι ταυτόχρονα και η αιτία της ύπαρξης αυτού του φαντασιακού δημιουργήματος - τι; Να πάρει τη θέση του και να γίνει ο ίδιος Θεός! Επί της ουσίας, πρόκειται για την ίδια άποψη που στην ορολογία της Ε.Ι.Θ.Α.Ε περιγράφεται ως η φυσική-οντολογική ρήξη (Παγκόσμια Επανάσταση του Ανθρώπινου είδους) που προσδιορίζει τη μετάβαση από την αρνητική-αφηρημένη στη θετική-πραγματωμένη Θεϊκότητα, από το Θεό ως Ανθρώπινη ιδέα στο Θεό ως Ανθρώπινη πραγματικότητα.
Το οξύμωρο και συνάμα ειρωνικό με την άποψη του Proudhon (κι είναι σ’ αυτή την ειρωνεία που αποκαλύπτεται όσο πουθενά αλλού το όριο του ιστορικού ορίζοντα του 19ου αιώνα), είναι ότι αυτό που του επιτρέπει να εκθέτει με τέτοια ακρίβεια την αλήθεια της εξέλιξης του Ανθρώπινου είδους είναι η εκφορά της αλήθειας αυτής εντός ενός πλαισίου λόγου που γίνεται αναγκαστικά ποιητικός. Ό,τι κερδίζει σε στενή νοηματική σαφήνεια το θυσιάζει αμέσως, καθώς η σαφήνεια αυτή διολισθαίνει αναπότρεπτα από το επίπεδο της κυριολεξίας σ’ αυτό της μεταφοράς. Η πραγματική αλήθεια του Ανθρώπινου είδους μπορεί να ιδωθεί και να ειπωθεί ήδη από τον 19ο αιώνα αλλά μόνο «ποιητική αδεία», μόνο στο πλαίσιο ενός λόγου που είναι στην ίδια του τη φύση να ξεφεύγει από την «πραγματική αλήθεια». Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο είναι απαραίτητο να προσφύγουμε στον Μarx. Εκεί τα πράγματα μπορεί ποτέ να μη τίθενται τόσο ξεκάθαρα, υπάρχει όμως το κατάλληλο έδαφος για να τοποθετήσουμε την αλήθεια σε μια κραταιά και συγκροτημένη, κυριολεκτική φιλοσοφική βάση.
Η ανάλυση του Μarx τοποθετεί την ιδέα του Θεού στο πραγματικό φυσικό-οντολογικό πεδίο που συγκροτείται η υπόστασή της, ανάμεσα στον Άνθρωπο και τη Φύση, προσδίδοντάς της το χαρακτηρισμό του «τρίτου στοιχείου» που παρεμβάλλεται στη μεταξύ τους σχέση. Είδαμε όμως και προηγουμένως ότι, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του ίδιου του Μarx, η ειδολογική ιδιαιτερότητα του Ανθρώπινου είδους θεμελιώνεται ακριβώς πάνω στη διαμεσολάβηση ενός τρίτου παράγοντα στη σχέση του με τη Φύση, που δεν είναι άλλος από τη δράση του ίδιου του Ανθρώπινου είδους που διαμορφώνει αμφότερους τους πόλους της σχέσης αυτής. Η ιδέα του Θεού, επομένως, αποτελεί την Πρώτη, αρνητική-αφηρημένη παρουσία της ολοκληρωμένης-πραγματικής ταυτότητας του Ανθρώπινου είδους, ταυτότητας η οποία κατά τη διάρκεια της Ιστορίας-Αλλοτρίωσης λαμβάνει αναγκαστικά τη μορφή ενός ξένου, μιας παρείσακτης πραγματικότητας που φαίνεται να στέκεται έξω απ’ όσα συμβαίνουν στο Ανθρώπινο είδος και το φυσικό Κόσμο, ενώ στην πραγματικότητα είναι αυτή ακριβώς η θεμελιακή ξενότητα που καθιστά την ιδέα του Θεού το ύστατο φυσικό-οντολογικό θεμέλιο κάθε μορφής ιστορικής Αλλοτρίωσης, κάθε ιστορικής πραγματικότητας - αυτός είναι και ο βαθύτερος λόγος της ανάγκης που ένιωσαν ο Μarx και ο Proudhon να τοποθετηθούν απέναντί της. Δε νομίζω ότι χρειάζεται να υπενθυμίσω ξανά ποια είναι η Δεύτερη, ολοκληρωμένη-πραγματωμένη παρουσία του Θεού….
Μες απ’ αυτού του είδους την κατανόηση ερχόμαστε σε θέση ν’ αναγνωρίσουμε τη βαθύτερη αλήθεια που κρύβει το κοσμολογικό όραμα του Γνωστικισμού που τόσο γοήτευσε τον Proudhon στα νιάτα του κι επηρέασε την αναρχική του θεολογία - αλήθεια που ασφαλώς και αναπόφευκτα αντανακλάται παραμορφωμένα μέσα στην ιδεαλιστική λογική του θρησκευτικού μύθου. Ο σατανικός Θεός των Γνωστικιστών είναι ο Θεός της κυρίαρχης θρησκείας, το Ανθρώπινο είδος δηλαδή που δημιουργεί και αναπτύσσει την Αλλοτρίωσή του δημιουργώντας κι αναπτύσσοντας την πραγματικότητα της Ιστορίας. Ο αληθινός Θεός των Γνωστικιστών είναι η έκφραση της Δεύτερης παρουσίας της Θεϊκότητας ως πραγματικότητας του Ανθρώπινου είδους: είναι ο Θεός που απέχει ολοκληρωτικά από το γίγνεσθαι της Ιστορίας και ταυτόχρονα καθορίζει τη ροή του σατανικού αυτού γίγνεσθαι όντας το τελικό σημείο, η καθολική άρνηση (μέσω της Επανάστασης του 21ου αιώνα) και η καθολική πραγμάτωση (μέσω της άρνησης) της ροής αυτής.
Από κει και πέρα, στην καρδιά της φιλοσοφικής θεμελίωσης του Κομμουνισμού που αναπτύσσει ο Μarx διαφαίνεται ένα λογικό κενό, μια ορισμένη αντινομία καθώς ενώ δείχνει ν’ αναφέρεται στον Κομμουνισμό ως μια και μοναδική διαδικασία, από την άλλη στο στοχασμό του υποβόσκει αινιγματικά μια διάκριση ανάμεσα στον Κομμουνισμό που εμφανίζεται ως κίνηση που λύνει οριστικά και ολοκληρωτικά όλες τις αντιθέσεις της Ιστορίας αποκαθιστώντας τη φυσική-οντολογική ενότητα του Ανθρώπινου είδους και της Φύσης (του Ανθρώπου με τον εαυτό του και της Φύσης με τον εαυτό της), και τον Κομμουνισμό που παρουσιάζεται ως ένα ορισμένο αναγκαίο στάδιο της εξέλιξης του Ανθρώπινου είδους που κι αυτό με τη σειρά του οφείλει να ξεπεραστεί καθώς «δεν ταυτίζεται με το σκοπό της ανθρώπινης προόδου» - αντινομία με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις αναφορικά με το ρόλο του Κράτους και της Επανάστασης στην Ιστορία του 20ου αιώνα, και πλήρως αποκαλυπτική των ορίων της ιστορικής ορατότητας του 19ου .
Στον 21ο αιώνα, η Ε.Ι.Θ.Α.Ε έρχεται να διακηρύξει ότι η λύση της αντίφασης αυτής ακούει στ’ όνομα «υλική αθανασία του Ανθρώπινου είδους». Στην ανάλυση του Μarx είναι αρκετά καθαρό ότι η κίνηση του Ανθρώπινου είδους προς τον Κομμουνισμό συναρθρώνει οργανικά κι αδιάρρηκτα την υπέρβαση των μορφών της Αλλοτρίωσης που συνοψίζονται στην έννοια της Ιδιοκτησίας, και την υπέρβαση της Αλλοτρίωσης ως φυσικής-οντολογικής πραγματικότητας του Ανθρώπινου είδους. Αυτό που δεν μπορούσε να έχει υπόψη του ο Μarx διότι αναπτύχθηκε τον 20ο αιώνα για ν’ αποκαλυφθεί τον 21ο στην πραγματικότητα του Παγκόσμιου Φυσικοποιημένου Κεφαλαίου, είναι ότι η πραγματικότητα της Ανθρώπινης Αλλοτρίωσης είναι ο ίδιος ο Θάνατος, κι επομένως ότι μόνο η υλική αθανασία του Ανθρώπινου είδους μπορεί ν’ αποτελέσει την ολοκληρωμένη-πραγματική υπέρβασή της.
H υπέρβαση του φυσικού νόμου του Θανάτου αποτελεί την ολοκληρωμένη-πραγματική λύση της διαμάχης «ανάμεσα στην ελευθερία και την αναγκαιότητα, ανάμεσα στο άτομο και το γένος». Η ελευθερία του Ανθρώπινου είδους δε μπορεί να είναι πλήρης παρά μόνο μέσα στην κοινή κατοχή άπειρου Χρόνου που εκ των πραγμάτων καταργεί και την κατοχή και το Χρόνο, η οριστική λύση της διαμάχης ανάμεσα στο άτομο και το γένος δε μπορεί σε τελική ανάλυση να σημαίνει παρά την κατάργηση της αντίθεσης ανάμεσα στη θνητότητα της Ανθρώπινης μονάδας και την αθανασία της Ανθρώπινης ολότητας. Η άρση της θεμελιώδους αυτής ιστορικής αντίθεσης είναι κιόλας παρούσα (με αρνητικό-αντεστραμμένο τρόπο) στην πραγματικότητα του τέλους της Ιστορίας, καθώς το άτομο και το γένος ενοποιούνται μέσα στην ενεργό προοπτική του καθολικού αφανισμού. Αυτό που έχει να κάνει η Επανάσταση του 21ου αιώνα είναι να στήσει την ενοποίηση αυτή στα πόδια της φανερώνοντας το θετικό-πραγματικό της περιεχόμενο στην πραγματικότητα της υλικής αθανασίας.
Μπορούμε, λοιπόν, σήμερα ν’ αναγνωρίσουμε αναδρομικά ότι όταν ο Μarx μιλάει για τον Κομμουνισμό ως στάδιο της Ανθρώπινης εξέλιξης που οφείλει να ξεπεραστεί αναφέρεται στην υπέρβαση της Ιδιοκτησίας, κι όταν μιλάει για τον Κομμουνισμό ως οριστική-ολοκληρωμένη λύση υπονοεί την υπέρβαση του Θανάτου. Τώρα, έχοντας ήδη προβεί στην παραπάνω διάκριση, οφείλουμε να επιστήσουμε την προσοχή στην οργανική κι αδιάρρηκτη ενότητα των δύο αυτών διαδικασιών μέσα στην κίνηση του Ανθρώπινου είδους προς την ανατροπή του Κεφαλαίου - ενότητα που στην ανάλυση του Μαρξ υποδηλώνεται ισχυρά από την ίδια την απουσία της διάκρισης που επιφέρει εξαρχής την όλη σύγχυση. Η υπέρβαση της Ιδιοκτησίας κι η υπέρβαση του Θανάτου συνιστούν τις δύο όψεις μίας και της αυτής διαδικασίας. Η αναγνώριση της ενότητας αυτής είναι κεφαλαιώδους σημασίας στη σημερινή εποχή από δύο διαμετρικά αντίστροφες απόψεις.
Πρώτον, διότι διαβάζοντας την ενότητα αυτή προς τη μια της κατεύθυνση μπορούμε να κατανοήσουμε το λόγο που η Ιστορία μοιάζει να έχει καθυστερήσει τόσο πολύ, το λόγο που οι προσπάθειες για την ανατροπή του Κεφαλαίου και της Ιδιοκτησίας από το κίνημα του Κοινωνικού οδηγήθηκαν τελικά σε αποτυχία. Ο 19ος αιώνας κατείχε τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για την κατάργηση της Ιδιοκτησίας (που σύμφωνα με το Μarx συνίστανται στη δυνατότητα των παραγωγικών δυνάμεων του Ανθρώπινου είδους να παράσχουν την αφθονία των αγαθών που αποτελεί την αναγκαία υλική βάση για τον Κομμουνισμό - δυνατότητα που το ίδιο το Κεφάλαιο κατέστησε δυνατή), όχι όμως και την πρόοδο της γνώσης που είναι απαραίτητη για την υπέρβαση του Θανάτου. Το 19ο αιώνα ο Μarx περιέγραφε τον Κομμουνισμό ως «αποκατάσταση του ανθρώπου στον εαυτό του στα πλαίσια του συνολικού πλούτου της προόδου που έχει προηγηθεί». Σήμερα είμαστε σε θέση να προσθέσουμε στη φράση αυτή μια κρίσιμη διευκρίνιση: ότι ο συνολικός αυτός πλούτος περιλαμβάνει και την πρόοδο που καθιστά δυνατή την υπέρβαση του Θανάτου, κι η πρόοδος αυτή έλαβε χώρα εντός του πλαισίου των παραγωγικών σχέσεων του Κεφαλαίου στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στον 19ο και τον 21ο αιώνα, με το απολύτως συμμετρικό «τίμημα» της μετατροπής του Κεφαλαίου από μια ιστορικά αντιδραστική δύναμη σε μια μηχανή που δολοφονεί την ίδια την Ιστορία, το Ανθρώπινο είδος και τη μετουσιωμένη μες απ’ την ιστορική του δράση υλική Φύση. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η υποτιθέμενη αργοπορία της Ιστορίας είναι μια ψευδαίσθηση: η Επανάσταση που θ’ ανατρέψει το Κεφάλαιο έρχεται ακριβώς στην ώρα της.
Η ανάπτυξη της Ιστορίας υπήρξε η ανάπτυξη της απώθησης των θεμελιακών χαρακτηριστικών της ειδολογικής ταυτότητας του Ανθρώπινου είδους, κι ο Κομμουνισμός σύμφωνα με το Μαρξ συνιστά την επιστροφή-αποκατάσταση των χαρακτηριστικών αυτών. Η ενότητα της υπέρβασης της Ιδιοκτησίας και της υπέρβασης του Θανάτου σημαίνει ότι η λογική της εξέλιξης του Ανθρώπινου είδους επέβαλλε την απώθηση αυτή έτσι ώστε διαμέσου της ανάπτυξής της να καταστήσει δυνατή την επιστροφή-αποκατάσταση όταν και μόνο όταν η πραγματική φύση του Ανθρώπινου είδους είναι σε θέση να φανερωθεί ολοκληρωμένη-μετουσιωμένη μέσα στη φυσική-οντολογική συνθήκη της υλικής αθανασίας - ή, για να το πούμε διαφορετικά, το Ανθρώπινο είδος κατά τη διάρκεια της Ιστορίας μετέθετε-εκποιούσε κομμάτια της ειδολογικής του υπόστασης στην Αλλοτρίωση με απώτερο (κι ασφαλώς ασύνειδο) σκοπό να τα πάρει πίσω όλα μαζί στην ολοκληρωμένη-Θεϊκή τους μορφή.
Από την άλλη, έχει εξαιρετική σημασία να εξετάσουμε την εν λόγω ενότητα κι απ’ την ανάποδη όψη, και μια θαυμάσια αφετηρία γι’ αυτό μας προσφέρει η εκλεκτική σχέση του Proudhon με το Γνωστικισμό. Όπως αναφέρει και ο Βey, το στοιχείο του Γνωστικισμού που απέρριψε κατηγορηματικά (κι αναμενόμενα) ο Proudhon ήταν ο (εγγενής σε κάθε θρησκευτικό δόγμα) ιδεαλισμός του, το γεγονός δηλαδή ότι ταύτιζε το σατανικό Θεό της Αλλοτρίωσης με την ίδια την ύλη και τον αληθινό Θεό-δημιουργό με το πνεύμα - και μάλιστα με το ατομικό Ανθρώπινο πνεύμα. Το ρεύμα του Γνωστικισμού αντλεί την ιδιαίτερη ιστορική του αξία από το γεγονός ότι συνιστά μια ιδιόμορφα εκκοσμικευμένη μορφή θρησκείας, μια λατρεία της ατομικής ψυχής που πρεσβεύει τη δυνατότητα του ατόμου να φτάσει στη θέωση μέσω της Γνώσης. Πρόκειται για ένα πνευματικό καρπό της Ανθρώπινης Ιστορίας στον οποίο ο ιδεαλισμός και ο ατομισμός συμφύονται μ’ ένα τρόπο τόσο στενό και χαρακτηριστικό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως η κορυφαία έκφραση-φανέρωση της οργανικής σχέσης που συνδέει τον ατομισμό (ως σχίσμα στην κοινωνική, ενιαία και καθολική φυσική υπόσταση του Ανθρώπινου είδους) και τον ιδεαλισμό (ως ιδεολογική μετάφραση του σχίσματος αυτού και της επιβολής του ατομικού συμφέροντος πάνω στο σύνολο της κοινωνίας στην πρωτοκαθεδρία του πνεύματος απέναντι στην ύλη) γενικότερα μέσα στην Ανθρώπινη Ιστορία.
Το θέμα του Γνωστικισμού μπορεί να φαντάζει σα μια θεωρητική συζήτηση του παρελθόντος που μικρή σχέση έχει με τα ζητήματα που αντιμετωπίζει το Ανθρώπινο είδος στην αυγή του 21ου αιώνα – τίποτα όμως δεν είναι λιγότερο κοντά στην αλήθεια. Το πνεύμα του Γνωστικισμού όχι μόνο δεν έχει εκλείψει, αλλά συναντά την ολοκληρωμένη ιστορική του έκφραση στη λατρεία που κυριαρχεί στις Η.Π.Α, δηλαδή στην κοινωνία-επιτομή της σύγχρονης εποχής, την κοινωνία που συμπυκνώνει και καθοδηγεί την κίνηση του Παγκόσμιου Φυσικοποιημένου Κεφαλαίου: τη λατρεία της τεχνολογίας. Μέσα στην ίδια τη Μέκκα των σύγχρονων τεχνολογικών εξελίξεων, την Καλιφόρνια, η ελίτ της «νέας τεχνολογίας» έχει αφήσει πίσω της την ιδέα της αιωνιότητας που προσφέρει μετά θάνατον στον Άνθρωπο η χάρη ενός εξωτερικού Θεού, καθώς τα όνειρα της επίτευξης της αθανασίας της ατομικής συνείδησης μες από το πέρασμα από τη φυσική στην εικονική πραγματικότητα (το υποτιθέμενο «ανέβασμα» της συνείδησης πάνω στον ηλεκτρονικό υπολογιστή συνιστά την αρχέτυπη έκφραση αυτού του περάσματος) στοιχειώνουν τον ύπνο της και πυροδοτούν τις ενασχολήσεις της.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο η Ε.Ι.Θ.Α.Ε έρχεται από τη μια μεριά να καλωσορίσει το φαινόμενο αυτό ως απολύτως ενδεικτικό του ότι η Ανθρώπινη αθανασία στην πράξη είναι πια πολύ κοντά, κι από την άλλη να δώσει κάποιες απαραίτητες διευκρινήσεις σχετικά με το τι σημαίνει τελικά «αθανασία στην πράξη». Η ενότητα της υπέρβασης της Ιδιοκτησίας (και του ατομισμού) και της υπέρβασης του Θανάτου προϋποθέτει και συνεπάγεται ότι η Θεϊκότητα συνιστά μια φυσική-οντολογική ποιότητα του Ανθρώπινου είδους, μια ποιότητα που απορρέει από τη θεμελιώδη φύση του είδους που είναι κοινωνική, μια ποιότητα που δεν μπορεί ποτέ να είναι πραγματική εάν δεν είναι καθολική, εάν δηλαδή δεν ανήκει σ’ όλους ανεξαιρέτως τους Ανθρώπους. Ο ατομισμός από την ίδια του τη φύση είναι και παραμένει πάντα αφηρημένος ιδεαλισμός, και η ιδέα του ατόμου που γίνεται αθάνατο μέσω της υπέρβασης της οργανικής του υλικότητας και της μετάβασης του στον άφθαρτο κόσμο της εικονικής πραγματικότητας δεν είναι παρά ένας εκκοσμικευμένος ιδεαλισμός στον οποίο οι μηχανές παίρνουν τη θέση των προσευχών ως διαμεσολαβητές της αιωνιότητας. Η αθανασία στην πράξη δε μπορεί στην πραγματικότητα να σημαίνει παρά τη διαρκή (και διαρκώς μεταμορφούμενη ) ζωή αυτής ακριβώς της οργανικής υλικότητας που η λατρεία της ατομικής θέωσης αντιπαλεύει - οπωσδήποτε με τη βοήθεια κάποιων τεχνολογιών με την ευρύτερη και ουσιαστική σημασία της λέξης, κάποιων ιδιαίτερων δηλαδή κι ανεπτυγμένων από το ίδιο το Ανθρώπινο είδος τρόπων συναλλαγής του με το φυσικό περιβάλλον.
Η ειρωνεία σ’ αυτή την περίπτωση για όλους τους επίδοξους εραστές της αιωνιότητας που διαθέτουν το χρήμα και την κοινωνική θέση ώστε να θέτουν την υψηλή τεχνολογία στην υπηρεσία της αθανασίας των πολύτιμων εαυτών τους, είναι ότι το υψηλό καθήκον που επιδιώκουν να φέρουν εις πέρας στην πραγματικότητα δεν αφορά τους ίδιους, αλλά τη συντριπτική πλειονότητα του Ανθρώπινου είδους που πρόκειται να θάψει οριστικά κι αμετάκλητα αυτούς και το Παγκόσμιο σύστημα που τους γεννά και τους θρέφει.
Μ’ όλ’ αυτά καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το κενό στην ανάλυση του Μarx ουσιαστικά δεν είναι λογικό, αλλά χρονικό. Η συγχώνευση του ιστορικού και του φυσικού-οντολογικού χαρακτήρα του Κομμουνισμού (που στην πραγματικότητα σημαίνει τη μετουσίωση-πραγμάτωση του ιστορικού του χαρακτήρα μέσα στον φυσικό-οντολογικό) είναι μια αντίφαση για τον 19ο αιώνα, αλλά συμπυκνώνει την αλήθεια του 21ου . Μ’ αυτή την έννοια ο Μarx όχι μόνο δεν είναι ιστορικά ξεπερασμένος, αλλά αντιθέτως, είναι στη σημερινή εποχή του τέλους της Ιστορίας που γίνεται πραγματικά επίκαιρος, καθώς αναδεικνύεται αναδρομικά σ’ έναν πρώτης τάξεως προφήτη της Θεϊκότητας του Ανθρώπινου είδους - όπως αποκαλύπτεται ακόμη και σε κάποια παράξενα παιχνίδια της γλώσσας που υποβόσκουν στις διατυπώσεις του: Στη σκέψη του Μarx ο προλετάριος συνιστά το αντίθετο του πραγματικού Ανθρώπου, καθώς η κατάστασή του συμπυκνώνει την απανθρωποποίηση του Κεφαλαίου (ιδέα που, παρεπιμπτόντως, έρχεται σε κάθετη ρήξη με την εργατίστικη ιδεολογία του Σταλινισμού που κυριάρχησε στον 20ο αιώνα και προέβαλλε το προλεταριάτο έτσι όπως συγκροτείται μέσα στην κοινωνία του Κεφαλαίου ως ένα αιώνιο, μυθικό σύμβολο, μια μυθοποίηση που όπως και κάθε μυθοποίηση λειτούργησε ως στοιχείο συντήρησης, ως στοιχείο μιας πολιτικής που ουσιαστικό στόχο είχε να διατηρήσει τους εργάτες και τους αγώνες τους μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας του Κεφαλαίου που τους παρήγαγε). Όταν, λοιπόν, ο Μarx αντιδιαστέλλει τον προλετάριο με το Θεό στη φράση «Οι προλετάριοι δεν είναι θεοί. Αντιθέτως.», μπορούμε σήμερα ν’ ανασύρουμε στην επιφάνεια την λανθάνουσα ταύτιση ανάμεσα στις δύο αντιθέσεις του προλετάριου: τον πραγματικό Άνθρωπο και το Θεό.
Πέραν τούτου, η οντολογική ουσία της Θεϊκότητας του Ανθρώπινου είδους μπορεί ν’ ανευρεθεί στην ερμηνεία που δίνει ο Μarx για το Ανθρώπινο φαινόμενο, όπως αυτή συνοψίζεται σε μια άλλη διατύπωση των Χειρογράφων: «Ο άνθρωπος είναι το καθολικό ον της φύσης». Κατά τη διάρκεια της Ιστορίας το Ανθρώπινο είδος ανέπτυξε την ειδολογική του διαφορά από τα υπόλοιπα φυσικά είδη εξακολουθώντας ως προς το βασικό οντολογικό του δεδομένο, την υπαγωγή του στο νόμο του Θανάτου, να είναι ένα από αυτά. Η καθολικότητα του Ανθρώπινου είδους σημαίνει ότι στην πραγματικότητα δεν πρόκειται απλά για ένα φυσικό είδος (έστω και ριζικά διαφορετικό απ’ τα υπόλοιπα) αλλά για μια ολόκληρη φυσική πραγματικότητα, μια μετουσίωση της φυσικής πραγματικότητας σ’ ένα ανώτερο επίπεδο. Η άρση της ιστορικά ανεπτυγμένης διαφοράς του Ανθρώπινου είδους από την υπόλοιπη υλική Φύση όπως αυτή ολοκληρώνεται-φανερώνεται στην απόλυτα αντιθετική σχέση που διαμορφώνει το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο απέναντι στην Ανθρώπινη Φύση, θα σημάνει ταυτόχρονα και την πραγμάτωση της οντολογικής του διαφοράς μέσα στην καθολικότητα της Ανθρώπινης αθανασίας, η οποία με τη σειρά της δεν είναι παρά η μετάβαση της αέναης διατήρησης της φυσικής πραγματικότητας από το φυσικό στο Ανθρώπινο οντολογικό επίπεδο. Ο φυσικός Κόσμος είναι άπειρος κι αιώνιος - το ίδιο και το Ανθρώπινο είδος.
Η καθολικότητα της φυσικής και κατ’ επέκταση της Ανθρώπινης αιωνιότητας συνιστά την κρυμμένη ουσία κάθε μεταφυσικού-θρησκευτικού Απόλυτου - ένα κομβικής σημασίας ζήτημα στη θεωρητική συζήτηση του 19ου αιώνα έτσι όπως αυτή ξεδιπλώνεται μες από την παρουσίαση του Βey. Η Ορθολογική Κριτική κατηγορεί τον Proudhon για μεταφυσικό δογματισμό, ο Μarx επιστρέφει καταρχήν την κατηγορία στην Ορθολογική Κριτική προκειμένου να υπερασπιστεί τον Proudhon και στη συνέχεια την προσάπτει στον ίδιο τον Proudhon, ενώ με τη βοήθεια του άρθρου του Pickles o Bey καθιστά φανερό ότι και ο ίδιος ο Μarx υποπίπτει στον ίδιο δογματισμό αντιμετωπίζοντας τον υλισμό σαν μια απόλυτη-ηθική κατηγορία.
Η Ε.Ι.Θ.Α.Ε υποστηρίζει ότι ο δογματικός υλισμός αμφότερων των θεωρητικών δεν αποτελεί κάποιου είδους φιλοσοφικό σφάλμα, αλλά αντικατοπτρίζει την αλήθεια του πράγματος. Η ύλη, ο φυσικός Κόσμος, συνιστά όντως μια απολυτότητα, μια ενιαία και θετική καθολικότητα στην οποία συναιρούνται όλων των ειδών οι αντιθέσεις. Καμία φιλοσοφία, καμία ιδέα του Ανθρώπινου είδους πάνω στο φυσικό Κόσμο που τον περιστοιχίζει και τον εαυτό του δε μπορεί καν να συγκροτηθεί ως τέτοια δίχως το πρωταρχικό θεμέλιο κάποιου απόλυτου αξιώματος, κι αυτό διότι ο ίδιος ο φυσικός Κόσμος (και το Ανθρώπινο είδος ως κορυφαία-καθολική έκφρασή του) είναι ένα απόλυτο αξίωμα. Ο πραγματικός υλισμός δε μπορεί παρά να είναι θεμελιακά δογματικός, απ’ τη στιγμή που η ίδια η ύλη είναι «δογματική»: άναρχη, αιώνια, άπειρη κι αυτοδύναμη - που σημαίνει περιέχουσα και καθορίζουσα η ίδια το σχέδιο και το σκοπό της εξελικτικής κοσμικής της κίνησης.
Αυτό το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς αναδεικνύει μια κρίσιμη όψη του Απόλυτου: τη διάσταση της απόλυτης βεβαιότητας. Θεμελιωμένη πάνω στη γνώση ότι η Θεϊκότητα του Ανθρώπινου είδους συνιστά οργανικό κομμάτι της αυτοκαθοριζόμενης εξελικτικής πορείας του φυσικού Κόσμου, η Ε.Ι.Θ.Α.Ε διακηρύσσει το δόγμα της απόλυτης βεβαιότητας της νικηφόρας Επανάστασης του Ανθρώπινου είδους απέναντι στο Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο: η Παγκόσμια Επανάσταση του 21ου αιώνα είναι τόσο βέβαιη όσο και ο ίδιος ο φυσικός Κόσμος.
Το δόγμα αυτό επαναφέρει στη συζήτηση το ζήτημα του «αναπόφευκτου της Επανάστασης» που, όπως υπογραμμίζει και ο Βey, υπήρξε ένα καίριο σημείο τριβής ανάμεσα στους αναρχικούς και τους μαρξιστές καθώς και θέμα ζωηρής διαπραγμάτευσης στα γεγονότα του Μάη του ’68.
Ο όλος σχετικός προβληματισμός ουσιαστικά αποτελεί μια έκφραση της αντίθεσης που διέπει την Ανθρώπινη Ιστορία «ανάμεσα στην ελευθερία και την αναγκαιότητα, ανάμεσα στην αντικειμενοποίηση και τον υποκειμενικό προσδιορισμό». Το ερώτημα που τίθεται είναι: «η Επανάσταση είναι κάτι που καθορίζεται από την ελεύθερη υποκειμενική βούληση του Ανθρώπινου είδους ή από κάποιο αντικειμενικό φυσικό νόμο που επιβάλλεται έξω κι ανεξάρτητα απ’ τις Ανθρώπινες επιθυμίες;». Εκεί που χρειάζεται να εστιάσουμε την προσοχή μας είναι η φύση του ίδιου του ερωτήματος και της διατύπωσής του, το γεγονός δηλαδή ότι αντανακλά την αντίθεση ανάμεσα στο φυσικό και το Ανθρώπινο οντολογικό επίπεδο της Φύσης που συγκροτεί την πραγματικότητα της Ιστορίας. Διαμέσου της ιστορικής ανάπτυξης της αντίθεσης, τα δύο αυτά διαλεκτικά συνδεδεμένα επίπεδα διαχωρίστηκαν κι αυτονομήθηκαν: η στυγνή αιτιοκρατία των νόμων των φυσικών επιστημών που δε χωρούν κανένα βαθμό ελευθερίας αναγορεύτηκε σε υπόδειγμα για τον τρόπο που υπάρχει κι αναπτύσσεται συνολικά η Φύση, ενώ στην πραγματικότητα οι νόμοι αυτοί δεν είναι παρά Ανθρώπινα δημιουργήματα, συγκεκριμένες μορφές συναλλαγής ανάμεσα στο Ανθρώπινο είδος και την υλική Φύση που υπόκεινται στους σκοπούς του Ανθρώπινου είδους σε κάποια συγκεκριμένη φάση της εξέλιξής του (την περίοδο της Ιστορίας-Αλλοτρίωσης), κι από την άλλη, η ελευθερία του Ανθρώπινου είδους έγινε νοητή μ’ έναν αφηρημένο-ιδεαλιστικό τρόπο που τη φέρνει σε ρήξη με τον φυσικό-οντολογικό της προσδιορισμό. Μ’ αυτό τον τρόπο η Ανθρώπινη Ιστορία κατέστησε σε ασύνειδη-λανθάνουσα μορφή τη θεμελιώδη φυσική-οντολογική ενότητα ανάμεσα στο Ανθρώπινο είδος και τον φυσικό Κόσμο, ανάμεσα στο φυσικό και τον Ανθρώπινο νόμο, ανάμεσα δηλαδή στη φυσική και την Ανθρώπινη ελευθερία. Η εποχή του τέλους της Ιστορίας αποκαθιστά την ενότητα του φυσικού Κόσμου καταρχήν με αρνητικό-αφηρημένο τρόπο, αφαιρώντας δηλαδή το Ανθρώπινο είδος μέσα στην ενεργό προοπτική του καθολικού αφανισμού του από το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο. Η Επανάσταση του 21ου αιώνα θα στήσει στα πόδια της και θα ολοκληρώσει-φανερώσει-πραγματώσει την ενότητα αυτή στο ανώτερο οντολογικό επίπεδο της Φύσης, το Ανθρώπινο.
Οι θεωρίες της αναπόφευκτης Επανάστασης ως μηχανιστικής έκφρασης κάποιων απρόσωπων νόμων της Ιστορίας υποβάθμισαν τον παράγοντα της συλλογικής Ανθρώπινης δράσης και χρησιμοποιήθηκαν ουσιαστικά εναντίον της από τη σταλινική ηγεσία του κοινωνικού κινήματος (γι’ αυτό και δεν άργησαν, όπως ήταν άλλωστε σύμφωνο με την όλη λογική τους κι αναμενόμενο, να εγκαταλείψουν ουσιαστικά την Επανάσταση και να καταλήξουν θεωρίες του αναπόφευκτου σοσιαλισμού, λίγο-πολύ μες απ’ την ίδια τη ροή της ανάπτυξης και της προόδου των «παραγωγικών δυνάμεων». Οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν όντως ραγδαία, όμως η μόνη πρόοδος που έχουμε καταλάβει (κι εννοώ τη λέξη), είναι να τις παρακολουθούμε να κεντάνε απ’ όλες τις πλευρές το ανεπανάληπτο, χειροποίητο σάβανό μας). Απέναντι στην κατάσταση αυτή, αντιπαρατάχθηκε η αντίληψη της απόλυτης υποκειμενικής ελευθερίας του Ανθρώπινου είδους για το αν και το πότε θα επαναστατήσει, καθώς ο Καπιταλισμός μπορεί κάλλιστα να είναι και αιώνιος. Όπως διαπιστώνει κι ο Βey, και οι δύο αντιτιθέμενες προσεγγίσεις απέτυχαν με την ήττα του Κοινωνικού το 89-91. Η Επανάσταση του 21ου αιώνα θα τις δικαιώσει κατά κάποιο τρόπο και τις δύο: από τη μία, η Επανάσταση δε μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα της συλλογικής δράσης του Ανθρώπινου είδους - από την άλλη όμως, ο Καπιταλισμός δε μπορεί να είναι αιώνιος, καθώς το Ανθρώπινο είδος δε μπορεί να συνυπάρχει αιωνίως με την Αλλοτρίωσή του απ’ τη στιγμή που η τελευταία ολοκληρώνεται-φανερώνεται στο Θάνατο του: η απόλυτη-πλήρης αφαίρεση δε μπορεί παρά να είναι η φυσική αφαίρεση, η φυσική εξολόθρευση.
Η Επανάσταση του 21ου αιώνα συνιστά τη «στιγμή» που ο φυσικός νόμος παύει να είναι κάτι εξωτερικό κι αντίθετο προς το Ανθρώπινο είδος και μετουσιώνεται σε νόμο που πραγματώνεται μέσω της Ανθρώπινης δράσης, τη «στιγμή» που η Ανθρώπινη ελευθερία παύει να είναι κάτι εξωτερικό κι αντίθετο προς την υλική Φύση και μετουσιώνεται σε κορυφαία-καθολική έκφραση της αυτοτέλειας και της ελευθερίας του φυσικού Κόσμου να διαμορφώνει την εξέλιξή του. Η Επανάσταση του 21ου αιώνα είναι εγγεγραμμένη στην αναγκαία και συνάμα ελεύθερη κίνηση του πρώτου κυττάρου της ζωής. Δεν είναι ούτε ελεύθερη ούτε αναγκαία, αλλά περιλαμβάνει και ακυρώνει ταυτόχρονα αυτό το διαχωρισμό: ξεκινάει από την απόλυτη-καθολική αναγκαιότητα της ειδολογικής επιβίωσης για να ολοκληρωθεί στην απόλυτη-καθολική ελευθερία της υλικής αθανασίας. Η Επανάσταση του 21ου αιώνα δεν είναι βέβαιο ότι θα συμβεί - είναι βέβαιο ότι θα την κάνουμε. Κι αυτό όχι επειδή αγαπάμε την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη (αυτά τα έχουν αγαπήσει εκατομμύρια Άνθρωποι πριν από μας, κι έχουν δώσει τη ζωή τους), αλλά επειδή απλά χωρίς την Επανάσταση δεν υπάρχει ρεαλιστικά κανένα απολύτως μέλλον - κι εμείς ερχόμαστε από πολύ μακριά για να σταματήσουμε εδώ.






Η προοπτική της υλικής αθανασίας ως καθολικής απελευθέρωσης-αποκάλυψης του Ανθρώπινου είδους, πέρα από το ότι συνδέεται αδιάρρηκτα με το κοινωνικό-ταξικό ζήτημα, έρχεται να μας παράσχει το θεμέλιο για την κατανόηση της γένεσης και της ανάπτυξης αυτού καθεαυτού του φαινομένου της Ιδιοκτησίας και της κοινωνικής-ταξικής διάσπασης του Ανθρώπινου είδους ως πρωταρχικής και καθολικής εκδήλωσης της πραγματικότητας της Ιστορίας.
Στο φλογερό απόσπασμα του «What is property?» που παραθέτει ο Bey, o Proudhon προβαίνει σε μια περίεργη για έναν άνθρωπο στραμμένο στην επιστημονική θεμελίωση του απελευθερωτικού οράματος, κι ωστόσο κατηγορηματική διατύπωση: «Διατείνομαι ότι η τελευταία (η ιδιοκτησία) είναι φαινόμενο χωρίς αιτία». Και πράγματι, η γένεση της Ιδιοκτησίας αποτελεί ένα μυστήριο δίχως «αντικειμενική» ιστορική εξήγηση, παρά το πλήθος των επεξηγηματικών προτάσεων που έχουν κατά καιρούς και υπό διαφορετικές ιστορικές συνθήκες και κοινωνικές σκοπεύσεις επιχειρηθεί. Δεν είναι του παρόντος ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτές, αυτό όμως που έχει σε τελική ανάλυση σημασία να ειπωθεί σχετικά, είναι ότι όλες οι ιστορικές απόπειρες προς μια τέτοια εξήγηση βρίσκονται χωρίς να το συνειδητοποιούν a priori κι αναγκαστικά εγκλωβισμένες στη ματαιότητα του ν’ αποδίδουν τη γένεση της Ιδιοκτησίας σε παράγοντες και να την ερμηνεύουν με όρους που η ίδια η Ιδιοκτησία κατέστησε καταρχήν υπαρκτούς. Η Ιδιοκτησία δεν εξηγείται ιστορικά, αντίθετα εξηγεί η ίδια την Ιστορία, εξηγεί δηλαδή τη συνείδηση και το Λόγο που προσπαθούσε μέχρι τώρα να την ερμηνεύσει.
Αυτό συμβαίνει διότι η Ιδιοκτησία είναι ένα φαινόμενο φυσικού-οντολογικού χαρακτήρα. Η ύπαρξή της συνδέεται αδιάρρηκτα με την πραγματική-Θεϊκή φύση του Ανθρώπινου είδους ως αναγκαίος όρος της ανάπτυξής της, ως η πρώτη κι αρνητική εκδήλωση-Παρουσία της – εξού και η ενότητα της υπέρβασής της με την υπέρβαση του Θανάτου στη διαδικασία της Επανάστασης του 21ου αιώνα. Αυτός είναι και ο λόγος που κατά τη διάρκεια της Ιστορίας παρέμεινε ανεξήγητη, καθώς η απουσία συνείδησης, το ασυνείδητο αυτής ακριβώς της Θεϊκής φύσης είναι που προσδιορίζει πρωταρχικά και καθολικά την πραγματικότητα της Ανθρώπινης Ιστορίας-Αλλοτρίωσης.
Η Ιδιοκτησία είναι ένα φαινόμενο «χωρίς αιτία» καθότι ανήκει σε μια τάξη πραγμάτων που υπερβαίνει κι εμπεριέχει την Ιστορία. Αυτό δε σημαίνει, όπως προπαγανδίζει το Κεφάλαιο αιώνες τώρα, ότι η Ιδιοκτησία κι ο ταξικός διαχωρισμός συνιστούν μια δοσμένη «εκ φύσεως» κι αναλλοίωτη ανθρωπολογική σταθερά, αλλά ακριβώς το αντίθετο: η γένεσή τους - και μάλιστα η ανεξήγητη γένεση, η γένεση που δεν προκύπτει από κάποια αντικειμενική αναγκαιότητα – συνιστά την αναγκαία πρωταρχική εκδήλωση της ελευθερίας του Ανθρώπινου είδους απέναντι στη ίδια (του) τη Φύση, απέναντι στον κοινωνικό, ενιαίο και καθολικό χαρακτήρα της ειδολογικής του υπόστασης. Κατά τη διάρκεια της Ιστορίας, η ελευθερία του Ανθρώπινου είδους απέναντι στη Φύση εκδηλώθηκε κι αναπτύχθηκε ως ελευθερία της Ιδιοκτησίας και της άρχουσας μειοψηφίας απέναντι στην Ανθρώπινη Φύση (την Ανθρώπινη κοινωνία και τη μετουσιωμένη σε Ανθρώπινη διαμέσου της Ανθρώπινης δράσης υλική Φύση). Στην Παγκόσμια εποχή του τέλους της Ιστορίας, η πραγματικότητα της καθολικής απελευθέρωσης του Ανθρώπινου είδους από το νόμο του Θανάτου εκδηλώνεται καταρχήν κι αντεστραμμένα ως καθολική απελευθέρωση και πραγματική δυνατότητα της Ιδιοκτησίας και της άρχουσας μειοψηφίας να θανατώνει την Ανθρώπινη Φύση (Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο).
Η Ιδιοκτησία, επομένως, είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη Θεϊκότητα του Ανθρώπινου είδους. Ως ενεργό κομμάτι της ανάπτυξής της παραπέμπει διαρκώς κι αναγκαστικά σ’ αυτήν, μες από την ίδια τη μεταφυσική ιδεολογία που νομιμοποιεί την κυριαρχία της μέσα στην κοινωνία, είτε στην παραδοσιακή θρησκευτική της μορφή είτε στη σύγχρονη εκκοσμικευμένη λατρεία της επιστήμης, της τεχνικής και των αριθμών.
Στη φυσική-οντολογική σχέση της Ιδιοκτησίας με τη Θεϊκότητα του Ανθρώπινου είδους βρίσκει το νόημά της και η μαρξική διατύπωση σχετικά με το «θετικό πρόσημο της ιδιοκτησίας», και η ιδιαίτερη σημασία που φαίνεται ν’ αποδίδει ο Marx στην αναγνώριση και την ορθή διαλεκτική του κατανόηση. Η διατύπωση αυτή μας οδηγεί ευθέως στην καρδιά ενός ζητήματος που έχει τεθεί από διάφορους σύγχρονους κριτικούς στοχαστές (ανάμεσά τους κι ο Bey όπως με σαφήνεια καταδεικνύεται σ’ αυτό του το κείμενο),σύμφωνα με τους οποίους η σκέψη του Marx (αλλά δευτερευόντως και ο αναρχισμός) παρέμεινε ουσιωδώς δεσμευμένη στο επιστημονικό σχέδιο του Διαφωτισμού, κι ως εκ τούτου υπήρξε μια ακόμη εκδήλωση της ηγεμονικής ιδιαιτερότητας του Δυτικού ανθρώπου που προώθησε την Παγκόσμια επέκταση και κυριαρχία του Κεφαλαίου (π.χ αναφέρεται ως τεκμήριο η αναγνώριση από το Marx του εκπολιτιστικού ρόλου της αποικιοκρατίας παρά την ταυτόχρονη ρητή και κατηγορηματική καταδίκη των εγκλημάτων της).
Αυτή η μονοδιάστατη ερμηνεία ενέχει προφανώς μια ουσιαστική ρίζα αλήθειας, που όμως μετατρέπεται σε χυδαίο ψέμα αν δεν γίνει κατανοητή μέσα στη διαλεκτική συγκρότηση του ιδιαίτερου ιστορικού πλαισίου που την προσδιορίζει. Καταρχήν, οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι η μοίρα κάθε κοινωνικής θεωρίας - ακόμη περισσότερο, μιας θεωρίας ρητά προσανατολισμένης στην κοινωνική πράξη - καθορίζεται από την συνολική εξέλιξη του κοινωνικού γίγνεσθαι στην οποία συμβάλλει κι η ίδια η θεωρία, και δεν είναι κάτι που μπορεί να διασφαλιστεί εκ των προτέρων από τη στάση του εμπνευστή της. Πρόθεσή μου δεν είναι να υπερασπιστώ την τιμή του Marx (ή και του Proudhon, σε δεύτερο επίπεδο) ως αιώνιου πρότυπου «καθαρού κι ασυμβίβαστου επαναστάτη» - άλλωστε φρονώ γενικότερα πως αυτού του είδους οι εξιδανικεύσεις μας απομακρύνουν από την ιστορική και διαλεκτική ουσία των ζητημάτων. Το θέμα είναι ότι η επαναστατική θεωρία του Marx, όπως και κάθε πραγματικά σημαντική κοινωνική θεωρία, εμπεριέχει κι αντανακλά την κυρίαρχη αντίφαση της εποχής που τη γεννά, και καθορίζεται από την έκβαση της αντίφασης αυτής.
Η κυρίαρχη αντίφαση του 19ου αιώνα, αντίφαση που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να έχουν υπόψη τους ο Marx κι ο Proudhon αλλά που εμείς σήμερα, βαδίζοντας στο τέλος του κύκλου, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, είναι αυτή ανάμεσα στην εμφάνιση της ιστορικής δυνατότητας ανατροπής του Κεφαλαίου και της Ιδιοκτησίας, δυνατότητα που φανερώνεται μέσα απ’ την ιστορική συγκρότηση του κοινωνικού υποκειμένου της ανατροπής σ’ αυτό που ο Marx κι ο Proudhon ονομάζουν «εργατική τάξη», και την αδυναμία εκπλήρωσης-πραγμάτωσης της δυνατότητας αυτής απ’ τη στιγμή που η Αλλοτρίωση είχε ακόμη δρόμο να διανύσει μέχρι την εκπλήρωση-πραγμάτωση της φυσικής-οντολογικής της ουσίας κι αποστολής.
Η αντίφαση αυτή σήμαινε πως ο μόνος δρόμος να προχωρήσει η Ιστορία ήταν διαμέσου της αναγκαίας Επανάστασης και της επακόλουθης Αντεπανάστασης, κι ο δρόμος αυτός έγινε πραγματικότητα στο πλέον καθοριστικό γεγονός του 20ου αιώνα, τη Ρώσικη Επανάσταση του ’17: στο ξέσπασμα και την επικράτησή της από τη μία και την ανατροπή και τελική της ήττα από την άλλη. Η μοίρα της Ρώσικης Επανάστασης καθόρισε και συνόψισε την ιστορία του 20ου αιώνα, κι η έννοια της Αντεπανάστασης συμπύκνωσε αντίστοιχα την πραγματικότητα του Κεφαλαίου στον αιώνα αυτό - που θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αποκαλείται «αιώνας της Αντεπανάστασης». Η αυτοδυναμία του Κεφαλαίου στην κοινωνική σκηνή εξαντλείται μαζί με την ιστορική του δυναμική, και το Κεφάλαιο δε μπορεί πια να υφίσταται παρά μόνο στη μορφή της Αντεπανάστασης, μορφή που από τη μία ήταν απολύτως απαραίτητη στην ολοκλήρωση-πραγμάτωση της Αλλοτρίωσης καθώς αυτή δεν μπορoύσε να ολοκληρωθεί-πραγματωθεί αν δεν ιδιοποιούνταν και την ίδια τη συνειδητή της ανατροπή, ενώ από την άλλη διατηρεί στην ίδια της τη σύσταση σταθερή την υπόμνηση της εφήμερης φύσης της και της μελλοντικής της κατάργησης.
Η θεωρία του Marx υπήρξε το τραγικό αλλά εν πολλοίς αναμενόμενο θύμα αυτής της εξέλιξης, η οποία αποτυπώθηκε ανάγλυφα στη μετατροπή της από θεωρία της εργατικής Επανάστασης σε απολογία της σταλινικής Αντεπανάστασης. Oι στοχαστές του 19ου αιώνα έχοντας μπροστά τους και προετοιμάζοντας την εργατική Επανάσταση, δεν ήταν εκ των πραγμάτων δυνατό να φανταστούν έναν ουσιώδη κι αναγκαίο ρόλο για την Αντεπανάσταση – τους έλειπε άλλωστε η θεμελιώδης σύλληψη της υλικής αθανασίας και της Θεϊκότητας του Ανθρώπινου είδους, στη διαλεκτική κίνηση της πραγμάτωσης της οποίας και μόνο θα μπορούσαν ν’ αναγνωρίσουν το ρόλο αυτό. Μ’ αυτή την έννοια, το σφάλμα του Marx δεν ήταν ότι αναγνώρισε έναν θετικό ιστορικό ρόλο στην επέκταση του Κεφαλαίου της εποχής του αλλά μάλλον το αντίθετο, δηλαδή ότι θεώρησε πως η εμφάνιση της εργατικής τάξης στο ιστορικό προσκήνιο σήμανε και το τέλος του ρόλου αυτού, και δεν ήταν σε θέση ν’ αντιληφθεί τη συνέχειά του έστω κι αν (ή μάλλον ακριβώς επειδή) αυτός μετατράπηκε από ιστορικός σε φυσικός-οντολογικός και κατέστη κατεξοχήν αρνητικός.
Σ’ αυτό το γενικό επεξηγηματικό πλαίσιο πρέπει να δούμε και τη δέσμευση των στοχαστών του 19ου αιώνα στην αρχή της επιστημονικότητας. Πριν απ’ όλα, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη το ιστορικό έδαφος της δέσμευσης αυτής και ν’ αποφύγουμε να την εξετάσουμε υπό το πρίσμα της σημερινής κατάστασης όπου η επιστήμη συνιστά αναντίρρητα την κυρίαρχη ιδεολογία του Κεφαλαίου. Στη ριζοσπαστική παράδοση του Διαφωτισμού, η επιστήμη προϋποθέτει και συνεπάγεται τη δημοκρατική αρχή της ισότητας (σε τυπικό-αφηρημένο επίπεδο, ασφαλώς) και της κριτικής απέναντι στην όποιας μορφής δοσμένη αυθεντία, κι εμφανίζεται φορτισμένη μ’ ένα συγκεκριμένο απελευθερωτικό νόημα: επιστήμη πριν και πέρα απ’ όλα τ’ άλλα σημαίνει ότι ο φυσικός Κόσμος είναι αυτάρκης και πραγματικός, κι ότι ο Άνθρωπος μπορεί και οφείλει να φτάσει στη γνώση της πραγματικότητας του φυσικού Κόσμου στηριζόμενος αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις. Η επεξεργασία του απελευθερωτικού οράματος από το Μarx και τον Proudhon στο πλαίσιο ενός λόγου που αυτοπροσδιορίζεται ως επιστημονικός, σε πρώτη και τελευταία ανάλυση αποτυπώνει την πρόθεσή τους να δηλώσουν ότι η προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης δεν είναι ουτοπική αλλά πραγματική, κι ακόμη περισσότερο: αναγκαία κι επιβεβλημένη. Η βεβαιότητα της μελλοντικής υπέρβασης του Κεφαλαίου δε μπορούσε να εκφραστεί τον 19ο αιώνα παρά μόνο ως επιστημονικότητα, κι είναι αυτή η βεβαιότητα που διατρανώνεται σήμερα μες απ’ την Ε.Ι.Θ.Α.Ε για να δικαιωθεί πανηγυρικά μες απ’ την Επανάσταση του Ανθρώπινου είδους στον 21ο αιώνα.
Πέρα από την προσήλωσή τους σ’ αυτή τη ευρύτερη και πλέον ουσιαστική έννοια του επιστημονικού προτάγματος, ο Μarx κι ο Proudhon όχι μόνο δε συντάχθηκαν με την κυρίαρχη αστική εκδοχή της επιστήμης, αλλά ιδιαίτερα ο Μarx υπήρξε ο στοχαστής που έθεσε τις βάσεις για μια εμπεριστατωμένη και εις βάθος κριτική της λογικής και των μεθόδων της αστικής επιστήμης, χρησιμοποιώντας το εργαλείο της διαλεκτικής ενάντια στον χυδαίο εμπειρισμό και τη μηχανιστική αιτιοκρατία που τη διέπουν. Απ’ τη στιγμή που η Αντεπανάσταση ήταν ο μοιραίος νικητής της κοινωνικής σύγκρουσης, η επιστήμη στον 20ο αιώνα παρέμεινε να είναι η επιστήμη του Κεφαλαίου, ο κινητήρας της ανάπτυξης κι επέκτασής του, κι ήταν επόμενο η υποστήριξη των στοχαστών του 19ου αιώνα στο αίτημα της επιστημονικής κατανόησης του Κόσμου να συνδεθεί μ’ αυτή την επέκταση καθιστώντας τους έτσι τα οπωσδήποτε όχι αθώα («Αθώες είναι μόνο οι πέτρες» κατά πως έλεγε κι ο Hegel - κι ακόμη και γι’ αυτές καλό θα ήταν να διατηρήσουμε τις επιφυλάξεις μας) αλλά εύκολα θύματα της σύγχρονης κριτικής. Η μετατροπή του Μαρξισμού σε μια καρικατούρα αστικής κοινωνιολογίας (όπως λίγο-πολύ εύστοχα την ονομάζει ο αναρχο-οικολόγος στοχαστής Μ.Βucchin) στα χέρια της σταλινικής Αντεπανάστασης, υπήρξε το μοιραίο κι ενδεικτικό αποτέλεσμα αυτής καθεαυτής της αντεπαναστατικής διαδικασίας που κρίθηκε πριν και πέρα απ’ όλα στον ίδιο τον κοινωνικό στίβο. Από την άλλη, η διαδικασία αυτή άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της πάνω στο σώμα της μαρξιστικής θεωρίας - γι’ αυτό ακριβώς (κι εδώ δε μπορούμε να μη σημειώσουμε ένα κάποιο στοιχείο ιστορικής ειρωνείας) και οι διαλεκτικοϋλιστικές οντολογικές αρχές σχετικά με το Ανθρώπινο είδος και την ιδιαίτερη, καθολικά δημιουργική σχέση του με τη Φύση που διατυπώνει ο Μarx στα «πρώιμα» γραπτά του είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό χρήσιμες στον 21ο αιώνα από την τιτάνια και κοπιαστική επιστημονική ανάλυση του καπιταλιστικού συστήματος στην οποία αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και της μεγαλοφυίας του. Αυτό, πάλι, δε σημαίνει ότι το Κεφάλαιο έπαψε να αναπτύσσεται με βάση τους γενικούς νόμους που διατύπωσε κι ανάλυσε ο Μarx, αλλά ότι αυτή η υπό τους μαρξιστικούς νόμους συντελούμενη κίνηση του Κεφαλαίου έχει φέρει την πλανητική πραγματικότητα σε μια τέτοια κατάσταση που οδηγεί τις γενικές, καθολικές οντολογικές αρχές του Μarx από το επίπεδο του φιλοσοφικού βάθους στην επιφάνεια, στο άμεσο προσκήνιο της συγχρονικότητας.
Από κει κι ύστερα, προκύπτει ένα γενικότερο ζήτημα κατανόησης της διαλεκτικής που προσδιορίζει την ιστορική κίνηση του σχεδίου του Διαφωτισμού. Ο Βey φαίνεται να βραχυκυκλώνει στις ατραπούς της διαλεκτικής αυτής όταν τη μια στιγμή διατείνεται ότι «το Κεφάλαιο θα επιτύχει τη μοναδική ορθολογική παγκόσμια συνείδηση, που ήταν κι ο δηλωμένος στόχος του Διαφωτισμού», ενώ λίγο παρακάτω υποστηρίζει ότι «ακόμη κι αν η ενοποιημένη συνείδηση ήταν Καλό, δεν κατορθώθηκε από το Κεφάλαιο, το οποίο είναι υπεύθυνο μόνο για μια ομογενοποίηση (ή ομογένεση) της συνείδησης, μια φαύλη παρωδία του σχεδίου του Διαφωτισμού και όχι η αληθινή του υλοποίηση». Μπορούμε όχι μόνο να κατανοήσουμε αλλά και να συμμεριστούμε το νόημα τόσο της μίας όσο και της άλλης απόφανσης, το θέμα είναι ότι απουσιάζει ο συνδετικός κρίκος που θα μας επέτρεπε να συλλάβουμε μ’ ενιαίο τρόπο τις αλήθειες τους στην διαλεκτική τους αλληλοσυσχέτιση - κι η διάκριση ανάμεσα στον ορθολογισμό ως «ηγεμονική ιδιαιτερότητα του Δυτικού Ανθρώπου» και τον ορθό λόγο που «χρειάζεται περισσότερο κι όχι λιγότερο», ενώ ψυχανεμίζεται τη δυσκολία, στο τέλος μάλλον περιπλέκει ακόμη περισσότερο παρά ξεδιαλύνει την κατάσταση.
Στην πραγματικότητα, η όλη αυτή δυσκολία δεν είναι παρά μια παραλλαγή της δυσκολίας ν’ αντιληφθούμε τη διαλεκτική που διέπει την Ανθρώπινη Ιστορία συνολικά, την παράδοξη κατάσταση δηλαδή (για να το θέσω όσο πιο απλά και σχηματικά γίνεται) κατά την οποία κάποιος δημιουργεί κάτι προκειμένου να φτάσει κάπου, και για φτάσει τελικά εκεί πρέπει να καταστρέψει αυτό που έχει δημιουργήσει για το σκοπό αυτό. Η εξελικτική κίνηση του σχεδίου του Διαφωτισμού υπάγεται στην ίδια διαλεκτική αρχή που προσδιορίζει την κίνηση της Ιστορίας, καθώς η τροχιά της επαναλαμβάνει την τροχιά της Ιστορίας ανυψώνοντάς την στο ανώτερο-τελικό της επίπεδο: την αρχή της άρνησης διαμέσου της πραγμάτωσης και της πραγμάτωσης διαμέσου της άρνησης.
Η πραγματικότητα του Παγκόσμιου Φυσικοποιημένου Κεφαλαίου συνιστά την ολοκλήρωση-πραγμάτωση της Ιστορίας ως Αλλοτρίωσης του Ανθρώπινου είδους, την ολοκληρωμένη δηλαδή άρνηση της Ανθρώπινης Φύσης - το πραγματικό περιεχόμενο της Ιστορίας, όμως, έχει ανάγκη την Επανάσταση, την άρνηση αυτής της πραγματικότητας για να πραγματωθεί-φανερωθεί. Με τον ίδιο τρόπο, η ίδια αυτή πραγματικότητα ολοκληρώνει το σχέδιο του Διαφωτισμού ως άρνηση του εαυτού του, το πραγματώνει ως ιδέα, ως σύλληψη, στο βαθμό ακριβώς που το αρνείται ως πραγματική ουσία. Η «αληθινή υλοποίηση»του σχεδίου του Διαφωτισμού είναι έργο της άρνησης αυτής της καθοδηγούμενης από τη Διαφωτιστική σύλληψη πραγματικότητας του Κεφαλαίου, έργο της Επανάστασης του 21ου αιώνα. Η Επανάσταση μ’ αυτή την έννοια δεν θα είναι παρά η υλοποίηση των τυπικών αστικών-Διαφωτιστικών αρχών: ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα.
Μ’ αυτή την έννοια, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι τόσο ο αναρχισμός όσο κι ο Μαρξισμός αναπτύχθηκαν στη Δύση. Η Παγκόσμια επέκταση και κυριαρχία της Δύσης ολοκληρώνει-πραγματώνει την Αλλοτρίωση, ταυτόχρονα όμως συγκροτεί το έδαφος πάνω στο οποίο γεννιέται η ιδέα της καθολικής-Παγκόσμιας κοινωνικής απελευθέρωσης. Το Δυτικό βλέμμα είναι το πρώτο πραγματικά καθολικό-Παγκόσμιο βλέμμα στην Ανθρώπινη Ιστορία (η πρώτη ενσάρκωση του βλέμματος του Θεού) έστω κι αν η καθολικότητά του είναι η καθολικότητα της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας. Το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο είναι αυτό που στον 21ο αιώνα δίνει πραγματική υπόσταση στην έννοια της καθολικότητας-Παγκοσμιότητας του Ανθρώπινου είδους, ακόμη κι αν αυτή δεν είναι άλλη από την καθολικότητα-Παγκοσμιότητα του θανάτου της Ανθρώπινης Φύσης.
Αυτή η διαλεκτική της ιστορικής κίνησης της Ιδιοκτησίας ανάγεται σε τελική ανάλυση στη διαλεκτική του υποκειμένου της. Όταν ο Βey γράφει ότι «το Κεφάλαιο θα επιτύχει…..» και συγχρόνως ότι «ακόμη κι αν η ενοποιημένη…», γίνεται φανερό ότι με τον όρο «το Κεφάλαιο» δεν εννοεί ακριβώς το ίδιο πράγμα. Στο εσωτερικό της πραγματικότητας της Ιστορίας και του κοινωνικού-ταξικού ανταγωνισμού που τη συγκροτεί, το Κεφάλαιο εκδηλώνεται ως πραξικόπημα της άρχουσας τάξης απέναντι στην κοινωνική πλειοψηφία, που ακολούθως ενέχει θέση αντικειμένου της κυριαρχικής της ισχύος. Ταυτόχρονα, όμως, κι ακριβώς στο βαθμό που το Κεφάλαιο πραγματώνει τον εαυτό του αυτονομούμενο από το σύνολο της Ανθρώπινης κοινωνίας κι εναντιωνόμενο σ’ αυτήν, δεν παύει ποτέ να συνιστά προϊόν της δράσης της Ανθρώπινης κοινωνίας, τη συγκεκριμένη, αισθητή ενσάρκωση της εξελικτικής της κίνησης. Το ίδιο το Ανθρώπινο είδος είναι σε τελική ανάλυση το υποκείμενο της βάρβαρης αντικειμενοποίησής του – το Κεφάλαιο, ακόμη και τη στιγμή που μας δολοφονεί, δεν παύει στην πραγματικότητα να είναι το Κεφάλαιό μας. Το Ανθρώπινο είδος δεν περιμένει την Επανάσταση για να «γράψει Ιστορία», την περιμένει για να καταστήσει πραγματική την Ιστορία που έχει ήδη γράψει. Η ουσιαστική και διαχρονική αξία της αντίληψης του Μarx σχετικά με το «θετικό πρόσημο της ιδιοκτησίας» έγκειται ακριβώς σ’ αυτό, ότι δηλαδή διασώζει κι αναδεικνύει τη φυσική-οντολογική ενότητα της Ανθρώπινης Ιστορίας, του Ανθρώπινου είδους με τον εαυτό του, η οποία λανθάνει πίσω από την πραγματικότητα της κοινωνικής σύγκρουσης, του σφετερισμού και της διάσπασης – ενότητα που συνιστά την αναγκαία και συνεπή προέκταση της θεμελιώδους κοσμολογικής αρχής του μονισμού, της πρωταρχικής και καθολικής ενότητας του φυσικού Κόσμου με τον εαυτό του.
Σ’ αυτή την ολιστική και μονιστική θεώρηση του Μarx θεμελιώνεται το φαινόμενο της Ανθρώπινης Ιστορίας που η Ε.ΙΘ.Α.Ε ονομάζει «ενότητα διαμέσου της διαίρεσης, ταξική συνεργασία διαμέσου της ταξικής σύγκρουσης»: ακριβώς με το να έρχονται σε σύγκρουση κατά τη διάρκεια της Ιστορίας και να προωθούν την ανάπτυξη της σύγκρουσης αυτής μέχρι το τελικό σημείο της καθολικής ρήξης (που δεν είναι άλλο από τον 21ο αιώνα), οι αντιτιθέμενες κοινωνικές δυνάμεις στις διάφορες μορφές που λαμβάνουν κατά την ιστορική εξέλιξη συνεργάζονται από κοινού σ’ ένα ασύνειδο-λανθάνον επίπεδο για την υλοποίηση του σχεδίου της πραγμάτωσης της αληθινής-Θεϊκής φύσης του Ανθρώπινου είδους.
Το επίπεδο αυτό δεν είναι άλλο από το φυσικό-οντολογικό επίπεδο που εμπεριέχει και προσδιορίζει την πραγματικότητα της Ανθρώπινης Ιστορίας, και ο μόνος τρόπος να εισέλθουμε θεωρητικά σ’ αυτό είναι να βασίσουμε την εννοιολόγησή μας στη καθολική φυσική-οργανική κατηγορία του Ανθρώπινου είδους - «Εν αρχή ην το Ανθρώπινο είδος». Η Ε.Ι.Θ.Α.Ε χαιρετίζει την προσπάθεια των σύγχρονων ρευμάτων της ριζοσπαστικής σκέψης να συλλάβουν την κοινωνική σύγκρουση του 21ου αιώνα στην καθολική-Παγκόσμια μοναδικότητά της και να προσδιορίσουν το υποκείμενο της Επανάστασης του 21ου αιώνα παίρνοντας υπόψη την καθολική διάσταση που αυτό φαίνεται να λαμβάνει (με πλέον χαρακτηριστικό κι επιδραστικό παράδειγμα τη θεωρία των Negri-Hardt για την «Αυτοκρατορία», και την υποστήριξη της έννοιας του «πλήθους» αντί της παραδοσιακής «εργατικής τάξης» ως προσδιοριστικής της καθολικής-Παγκόσμιας κοινωνικής δύναμης που αντιτίθεται σ’ αυτήν), θεωρεί όμως ότι η δικαίως επιζητούμενη ανανέωση-επικαιροποίηση της επαναστατικής θεωρίας αποτυγχάνει ν’ ανταποκριθεί στους ίδιους τους σκοπούς της όταν επιχειρείται μέσω της αντικατάστασης ιστορικών εννοιών που θεωρούνται παρελθούσες με άλλες, ει δυνατόν πιο σύγχρονες. Αυτού του είδους η αντικατάσταση αδυνατεί να συλλάβει το μέγεθος και κυρίως τον ποιοτικό χαρακτήρα της αλλαγής που σηματοδοτεί η έλευση του 21ου αιώνα, καθώς παραμένει δέσμια μιας εξελικτικής αντίληψης που προσιδιάζει στην ανάπτυξη της Ανθρώπινης Ιστορίας (η διαδικασία της φθοράς των παλιών ιστορικών μορφών και της ανάδυσης νέων) κι όχι στην πραγματικότητα του τέλους-ολοκλήρωσής της. Όπως έχω υπογραμμίσει από την αρχή του κειμένου αυτού, το καινούριο στοιχείο της Παγκόσμιας εποχής του τέλους της Ιστορίας είναι η ολοκλήρωση-φανέρωση αυτού που υπάρχει και συνιστά εξ αρχής την Ιστορία. Η Μοναδικότητα του τέλους της Ιστορίας έγκειται στο ότι η διαχρονική καθολικότητα του Ανθρώπινου είδους (ολόκληρο το παρελθόν κι ολόκληρο το μέλλον του) είναι ζωντανή και φανερώνεται στη συγχρονικότητα του 21ου αιώνα, και για να την ανασυστήσουμε θεωρητικά δε χρειαζόμαστε ως βασικούς πυλώνες παρά μόνο τις πρωταρχικές και καθολικές-οντολογικές έννοιες: Άνθρωπος, Φύση και Θεός. Το ζήτημα λοιπόν, αν θέλουμε μια πραγματικά σύγχρονη επαναστατική θεωρία, δεν είναι να κηρύξουμε το θάνατο της πιο πρόσφατης ιστορικής μορφής που πήρε η αντίθεση στην Ιδιοκτησία, το σφετερισμό και τη διάσπαση («εργατική τάξη»), αλλά ακριβώς την ενεργό παρουσία και ζωή τόσο της εργατικής τάξης όσο και όλων των προηγουμένων μορφών (π.χ του δουλοπάροικου, του δούλου) μέσα σ’ αυτήν, καθώς η εργατική τάξη τείνει να συμπεριλάβει εντός της τη φανερωμένη καθολικότητα του Ανθρώπινου είδους και της Ιστορίας του και να μετατραπεί από ιστορική σε φυσική-οντολογική μορφή - τη μορφή της αρχής και του τέλους της Ιστορίας, τη μορφή της καθολικής τελικής νίκης. [ Όλων των μορφών αντίθεσης που εκδηλώθηκαν τόσο πριν, όσο και μετά την εγκαθίδρυση της Ιδιοκτησίας και της ταξικής διαίρεσης, για να θυμηθούμε και την οξυδερκή παρατήρηση του Βey σχετικά με την ανάδυση «κάτι σαν επαναστατικού πνεύματος που περιλαμβάνει κι ακυρώνει συγχρόνως τέτοιες διχοτομίες».]
Επιστρέφοντας τώρα στη μαρξιστική αντίληψη του «θετικού προσήμου της ιδιοκτησίας», αυτό που έχει πραγματικά σημασία για μας σήμερα είναι να εξετάσουμε το αν και με ποιο τρόπο η αντίληψη αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του 21ου αιώνα. Η Παγκόσμια εποχή του τέλους της Ιστορίας φαίνεται ν’ αντίκειται ριζικά σε κάθε είδους θετική νοηματοδότηση της Ιδιοκτησίας, καθώς η ουσία της συνίσταται ακριβώς στη διάλυση κάθε έννοιας ενότητας ανάμεσα στο Κεφάλαιο και το Ανθρώπινο είδος μέσα στην πραγματικότητα της καθολικής-τελικής σύγκρουσης, την πραγματικότητα κατά την οποία η ίδια η ύπαρξη του Κεφαλαίου μεταφράζεται άμεσα σε δολοφονία της Ανθρώπινης Φύσης.
Όμως, η ενότητα αποτελεί την πρωταρχική και καθολική αλήθεια του φυσικού Κόσμου και του Ανθρώπινου είδους, και δεν είναι κάτι που κρίνεται κάθε φορά από το χαρακτήρα και την τροπή των αντιθέσεων που τη συγκροτούν. Αυτό που αλλάζει ριζικά στην εποχή του τέλους της Ιστορίας είναι ότι ο αναπόσπαστος ρόλος του φαινομένου της Ιδιοκτησίας στο εξελικτικό σχέδιο του Ανθρώπινου είδους δεν είναι πια ενεργός αλλά ήδη συντελεσμένος-πραγματωμένος, πράγμα που σημαίνει ότι περνάει πλέον εξ ολοκλήρου στην περιοχή της αναπαράστασης. Όπως είδαμε και προηγουμένως, η «αναίτια» εμφάνιση της Ιδιοκτησίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Θεϊκότητα του Ανθρώπινου είδους. Η ολοκλήρωση-πραγμάτωση της Ιδιοκτησίας στην καθολική μορφή του Παγκόσμιου Φυσικοποιημένου Κεφαλαίου συνεπάγεται τη φανέρωση της λανθάνουσας καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας αυτής σχέσης στη μορφή αυτή: η «μετα-ιστορική αιωνιότητα του μεταλλαγμένου, υπερρεαλιστικού Κεφαλαίου» προηγείται της αποκάλυψης της αληθινής-Θεϊκής φύσης του Ανθρώπινου είδους και παραπέμπει απευθείας σ’ αυτήν.
Αυτό είναι κάτι που μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε στην εξέλιξη της κορυφαίας-καθολικής μορφής αναπαράστασης στην Ανθρώπινη Ιστορία, του Χρήματος. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Βey, στην Παγκόσμια εποχή του τέλους της Ιστορίας το Χρήμα ενσαρκώνει πλήρως τις ιδιότητες της ιδέας του Θεού: ασκεί όλες τις εξουσίες στον Κόσμο ενώ ταυτόχρονα δείχνει ν’ αυτονομείται πλήρως από την υλική διαδικασία που το παράγει και ν’ αποκτά μια αμιγώς πνευματική διάσταση. Σ’ αυτή την θεϊκή υπόσταση του Χρήματος που δεν είναι φαντασιακή αλλά χαρακτηρίζει την πραγματική του κίνηση, αποτελεί δηλαδή χειροπιαστό κομμάτι της βιωμένης κοινωνικής εμπειρίας, η ιδέα του Θεού βρίσκει την ολοκλήρωση-πραγμάτωσή της: το Ανθρώπινο είδος κατάφερε να χωρέσει ολόκληρο τον Κόσμο σ’ ένα δικό του δημιούργημα, σ’ ένα κοινό χαρτονόμισμα, να γεμίσει δηλαδή την ιδέα του Θεού με το περιεχόμενο ολόκληρης της φυσικής πραγματικότητας. Αυτή η ολοκλήρωση της αφηρημένης Θεϊκότητας στη μορφή του υπερβατικού Χρήματος αποτελεί αναγκαίο όρο για την έλευση της πραγματωμένης Θεϊκότητας του Ανθρώπινου είδους - η μετενσάρκωση του Θεού σε Χρήμα προηγείται και παραπέμπει στη δική μας μετενσάρκωση σε Θεό, για ν’ απαντήσω και στο αγωνιώδες ερώτημα του Βey στο τέλος του κειμένου του.
Η ορθή κατανόηση της παραπάνω αλήθειας περνάει μέσα απ’ την αποσαφήνιση της διαλεκτικής σχέσης που συνδέει το Ανθρώπινο είδος με τα δημιουργήματα της δραστηριότητάς του (τα Έργα του) κατά τη διάρκεια της Ιστορίας-Αλλοτρίωσής του, και της εξελικτικής λογικής που προσδιορίζει τη σχέση αυτή. Η Αλλοτρίωση του Ανθρώπινου είδους από την πραγματική-Θεϊκή του φύση σημαίνει ότι η Θεϊκή αυτή φύση μεταβιβάζεται στα Έργα του. Η ανάπτυξη της Ιστορίας ταυτίζεται ουσιαστικά με την ανάπτυξη της ικανότητας του Ανθρώπινου είδους να δημιουργεί Έργα αθάνατα, αυτονομημένα όμως από το ίδιο που παραμένει θνητό και υποδουλωμένο σ’ αυτά - μάλιστα, όσο περισσότερο αναπτύσσει την ικανότητα αυτή τόσο περισσότερο υποδουλώνει τον εαυτό του στο μεγαλείο των Έργων του. Απολύτως ενδεικτικό ως προς αυτό είναι το γεγονός ότι η απαρχή αυτού που σήμερα ονομάζουμε «Πολιτισμός» και που ταυτόχρονα σηματοδότησε την εδραίωση του διαχωρισμού του Ανθρώπινου είδους μες απ’ την εμφάνιση του Κράτους στην πλήρως ανεπτυγμένη του μορφή που αναγνωρίζεται ως τις μέρες μας, συνδέεται άρρηκτα με την εμφάνιση της τεχνολογίας της γραφής, η οποία επέφερε ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα στη δυνατότητα του Ανθρώπινου είδους να δημιουργεί εμπράγματες αθανασίες.
Τώρα, η εκπλήρωση της ιστορικής αυτής διαδικασίας συνίστατο στο να φτάσει το Ανθρώπινο είδος στο σημείο να δημιουργήσει ένα καθολικό Έργο, ένα Έργο που να συγκεντρώνει ενιαία και καθολικά τις ιδιότητες της Θεϊκότητας, να προσδώσει δηλαδή στη Θεϊκότητα που είναι μια καθολική φυσική-οντολογική ποιότητα του φυσικού Κόσμου μια συγκεκριμένη Ανθρώπινα δημιουργημένη μορφή, με απώτερο και τελικό στόχο να επιτύχει την πραγμάτωση της δικής του Θεϊκής φύσης καταστρέφοντας και ιδιοποιούμενος ταυτόχρονα τη μορφή αυτή. Το καθολικό αυτό Έργο δεν είναι άλλο από το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο και την πλέον χαρακτηριστική και ορατή εκδήλωση της εξουσίας του, το Χρήμα.
Με απλά λόγια, έχουμε ήδη στείλει το Έργο μας ν’ αναγγείλει στον Κόσμο την έλευση της Θεϊκότητάς μας, κι από πίσω ακολουθούμε κατά πόδας…εμείς οι ίδιοι. Όταν το Κεφάλαιο δηλώνει ότι η Ιστορία τελείωσε, έχει απόλυτο δίκιο από τη σκοπιά που αντικρίζει τα πράγματα. Από τη σκοπιά της Ιδιοκτησίας ολόκληρη η Ιστορία δεν είναι παρά η δημιουργία ενός Έργου, και πράγματι το Έργο της Ιστορίας έχει στον 21ο αιώνα τελειώσει. Η ίδια η Ιστορία, όμως, θα τελειώσει με την Παγκόσμια Επανάσταση του Ανθρώπινου είδους, και είναι αυτό το τέλος που άθελά του το Κεφάλαιο προαναγγέλλει και εγκαλεί. Το «χρηματικό κλίμα» που σύμφωνα με την έξοχη περιγραφή του Βey σκεπάζει τον πλανήτη σαν λεπτή μεμβράνη, δεν είναι παρά το κέλυφος μες απ’ το οποίο θα πεταχθούμε στον Κόσμο επιτέλους ολόκληροι, επιτέλους πραγματικοί, επιτέλους…Θεοί.
Από τα παραπάνω προκύπτει ένα ζήτημα σχετικά με τη στάση που τηρεί ο Βey απέναντι στην καθολίκευση της αναπαράστασης, στην εικονική φύση της πραγματικότητας που χαρακτηρίζει το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο - ζήτημα που ασφαλώς και άπτεται συνολικότερα της στάσης της σύγχρονης ριζοσπαστικής σκέψης απέναντι στο φαινόμενο αυτό. Μέσα στο συγκεκριμένο καθώς και σ’ άλλα κείμενα του Βey, η πραγματικότητα της αναπαράστασης παρουσιάζεται ως ο Νο 1 εχθρός και στόχος των επιθέσεών του - και πολύ καλά κάνει, στο βαθμό που επισείει την προσοχή στην πλαστότητα του χαρακτήρα της και την αγεφύρωτη αντίθεση της «έκστασης της προσομοίωσης» με την πραγματικότητα που βιώνει η συντριπτική πλειονότητα του Ανθρώπινου είδους και τη διαδικασία της ζωής εν γένει. Όμως, αυτή του η αδιάλλακτη εναντίωσή παραμένει ανεπεξέργαστη και τον αποτρέπει από το ν’ αντιληφθεί το νόημα που κρύβεται στην αναπαράσταση, το νόημα του να βρισκόμαστε πια σε θέση ν’ αντικρίζουμε κατάφατσα «την αιωνιότητα σε κοινή θέα για τα είδωλά μας στον καθρέφτη» - κατανόηση που δε μετριάζει το βαθμό της εναντίωσης, αλλά αντιθέτως στηρίζει κι ενδυναμώνει την επιχειρηματολογία της αφαιρώντας από την πραγματικότητα της αναπαράστασης κάθε μανδύα μεταφυσικής.
Στην πραγματικότητα της φανέρωσης του Καθολικού πραγματώνονται-αναιρούνται όλες οι παραδοσιακές ιστορικές διακρίσεις, ανάμεσά τους κι αυτή ανάμεσα στο αναπαραστήσιμο και το μη αναπαραστήσιμο – διάκριση πάνω στην οποία ο Βey στηρίζει σε μεγάλο βαθμό την επιχειρηματολογία του. Η διάκριση αυτή ολοκληρώνεται-πραγματώνεται λαμβάνοντας τη μορφή μιας αγεφύρωτης αντίθεσης ανάμεσα στην πλασματική αθανασία της προσομοίωσης και τον αληθινό θάνατο της Ανθρώπινης Φύσης, ταυτόχρονα όμως αναιρείται καθώς η αθανασία του Ανθρώπινου είδους προετοιμάζεται μεν στο απόλυτο σκοτάδι του μη αναπαραστήσιμου, αλλά συγχρόνως και συμμετρικά αντανακλάται περίλαμπρη, έτσι ακριβώς όπως της πρέπει, στο λευκό φως της αναπαράστασης - και μάλιστα, τόσο περισσότερο η αναπαράσταση καθρεφτίζει την επερχόμενη αθανασία του Ανθρώπινου είδους όσο περισσότερο συνδέεται άμεσα με τη δολοφονία του από το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο.
Στο σημείο αυτό έγκειται και η διαφωνία μου με τον Βey στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή αυτού του κειμένου, σχετικά με την τύχη του Ανθρώπινου μέλλοντος στην πραγματικότητα του 21ου αιώνα. Ο Βey φαίνεται να πιστεύει ότι στην «μετα-ιστορική παγκοσμιότητα του Κεφαλαίου» μόνο το παρελθόν του Ανθρώπινου είδους είναι ζωντανό, ενώ το μέλλον είναι νεκρό. Αντίθετα, η Ε.ΙΘ.Α.Ε πρεσβεύει ότι στη φανερωμένη καθολικότητα του τέλους της Ιστορίας τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον του Ανθρώπινου είδους είναι ζωντανά - μόνο που το μέλλον αυτό λαμπυρίζει εκεί που δύσκολα θα σκεφτόταν κανείς να ψάξει: στην καρδιά του εχθρού, στην ίδια την πραγματικότητα της αναπαράστασης. «Η απογείωση σ’ ένα άχρονο μέλλον» δεν αφορά το Κεφάλαιο που έχει ημερομηνία λήξης αλλά εμάς τους ίδιους, καθώς «άχρονο» δε σημαίνει νεκρό, αλλά ακριβώς το αντίθετο: αθάνατο.






Από τότε που ο Βey έγραψε αυτό το κείμενο μέχρι σήμερα, έχουν μεσολαβήσει πολλά. Μετά από την περίοδο ευφορικής επέκτασης και ισοπεδωτικής κυριαρχίας που ακολούθησε την κατάρρευση των Ανατολικών καθεστώτων και εισήγαγε τον πλανήτη στην πραγματικότητα του 21ου αιώνα, το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο βρέθηκε να παραδέρνει στη δίνη των άλυτων εσωτερικών του αντιφάσεων στις οποίες επιχειρεί ν’ απαντήσει με την κήρυξη του διαρκούς Παγκόσμιου πολέμου «κατά της τρομοκρατίας». Με τον πόλεμο αυτό υψώνει σ’ ένα ακόμη ανώτερο επίπεδο και φανερώνει πλέον απροκάλυπτα τον δολοφονικό του χαρακτήρα, κηρύσσοντας ουσιαστικά την έναρξη της τελικής αναμέτρησης ανάμεσα στο ίδιο και το Ανθρώπινο είδος. Από την άλλη, το αντίπαλο δέος άρχισε να δίνει το δικό του παρόν ήδη πριν από το χτύπημα της 11-9 με την εμφάνιση και ραγδαία ανάπτυξη του «κινήματος ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση», το οποίο πέρασε βίαια στη σύνθετη φάση της ωρίμανσής του μέσα στις αντίξοες συνθήκες του πολέμου «κατά της τρομοκρατίας». Η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη ξεκινήσει…
Δίχως να υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειες του αποκαλούμενου «κινήματος των κινημάτων», αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε εξετάζοντας τις διαδικασίες συγκρότησης του είναι ότι αυτές φαίνεται να υλοποιούν σε μεγάλο βαθμό τη διορατική παρατήρηση του Βey σχετικά με τη χρησιμότητα του ομοσπονδιακού μοντέλου που ανέπτυξε ο Proudhon «όχι ως ουτοπία ή σχέδιο για το μέλλον, αλλά ως μοντέλο αντίστασης, ως στρατηγική για το παρόν». Πράγματι, το κίνημα θυμίζει έντονα «ένα είδος ενωμένου μετώπου χωρίς ιδεολογική κεφαλή». Αυτό, όμως, που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι αυτού του τύπου η συγκρότηση δεν ήταν ο καρπός μιας συνειδητής κριτικής επεξεργασίας των παραδόσεων του κοινωνικού κινήματος ανάλογης μ’ αυτήν που επιχειρεί και προτείνει ο Βey, κι ενός αντίστοιχα συνειδητού ιδεολογικού προσανατολισμού, αλλά προέκυψε μ’ έναν άμεσο τρόπο μες απ’ τις ίδιες τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της κοινωνικής αντίστασης -γεγονός που μας παραπέμπει ευθέως στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σύγκρουσης ανάμεσα στο Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο και το Ανθρώπινο είδος, και την τύχη της Ιδεολογίας εν γένει στο πλαίσιο της σύγκρουσης αυτής.
Ένα πράγμα που χρειάζεται να έχουμε κατά νου είναι ότι ο φυσικός-οντολογικός χαρακτήρας της σύγκρουσης σημαίνει ότι αυτή αναπτύσσεται ως μια φυσική-οργανική, κι όχι ως μια ιστορική διαδικασία. Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται ότι, όπως στην περίπτωση του Παγκόσμιου Φυσικοποιημένου Κεφαλαίου η Ιδεολογία ως Ιδεολογία (δηλαδή ως καθοδηγητικός γνώμονας της κοινωνικής πράξης που για να επιτελέσει το ρόλο αυτό αναγκαστικά αναπτύσσει μια σχετική αυτονομία από την κοινωνική πράξη) τείνει να εξαφανιστεί όντας ενσωματωμένη στη λειτουργία του «μηχανισμού της αγοράς», έτσι ακριβώς και το επαναστατικό μέτωπο του Ανθρώπινου είδους ακολουθεί μια φυσική-οργανική ανάπτυξη στο πλαίσιο της οποίας η Ιδεολογία ως Ιδεολογία τείνει να εξαφανιστεί, καθώς τα κελεύσματά της εμφανίζονται ήδη ενσωματωμένα-πραγματοποιημένα στη λειτουργία αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «μηχανισμός της Επανάστασης». Η Ιδεολογία στον 21ο αιώνα πραγματώνεται και ταυτόχρονα αναιρείται, όπως ακριβώς κι η ίδια η Ιστορία - το τέλος της Ιστορίας είναι ταυτόχρονα και το τέλος της Ιδεολογίας.
Η εξέλιξη αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή αν αναλογιστούμε ότι η έννοια της Ιδεολογίας ορίζει την ενεργό διαμεσολάβηση ανάμεσα στο Ανθρώπινο παρόν και το μέλλον εντός του πλαισίου της Ιστορίας, αφορά δηλαδή μια ορισμένου χαρακτήρα και ορίων διαλεκτική σχέση συνέχειας-ασυνέχειας ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον, η υπόσταση της οποίας προσδιορίζεται από τα θεμελιώδη φυσικά-οντολογικά δεδομένα της πραγματικότητας της Ιστορίας: τη βεβαιότητα ότι υπάρχει μέλλον για το Ανθρώπινο είδος («βεβαιότητα της αθανασίας της Ανθρώπινης ολότητας»), και τη βεβαιότητα ότι στο μέλλον αυτό, όποιο κι αν είναι, οι Άνθρωποι θα εξακολουθούν να είναι θνητοί («βεβαιότητα του πεπερασμένου της Ανθρώπινης μονάδας»). Η Παγκόσμια εποχή του τέλους της Ιστορίας θίγει στη ρίζα τους τις φυσικές-οντολογικές προϋποθέσεις της Ιδεολογίας, καθώς το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη ενός μέλλοντος για το Ανθρώπινο είδος, ενώ από την άλλη, αν διαβάσουμε το τέλος της Ιστορίας από την αντίθετη σκοπιά, τη σκοπιά της Επανάστασης (που σύμφωνα με την Ε.Ι.Θ.Α.Ε είναι και η μόνη πραγματική), ερχόμαστε αντιμέτωποι με την προοπτική μιας ρήξης-ασυνέχειας πρωτόγνωρου μεγέθους και ποιότητας, με μια καθολική φυσική-οντολογική κι όχι ιστορική αλλαγή που δεν είναι δυνατό να συλληφθεί εντός των ορίων της Ιδεολογίας.
Κάπου εδώ βρίσκουν το νόημά τους οι επισημάνσεις του Βey ότι βρισκόμαστε «πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς» και ότι στην αντίστασή μας απέναντι στο Κεφάλαιο θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε «τόσο τις ριζοσπαστικές όσο και τις συντηρητικές προοπτικές». Πράγματι, η παραδοσιακή ιστορική διάκριση ανάμεσα στο συντηρητισμό και το ριζοσπαστισμό αδυνατεί να συλλάβει τον καθολικό χαρακτήρα της Επανάστασης του 21ου αιώνα. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας της επερχόμενης Επανάστασης θα βρει το Ανθρώπινο είδος ν’ αντικρίζει τον εαυτό του σε μια πραγματικότητα αδιανόητη ακόμη και για τον πιο προχωρημένο ιστορικό ριζοσπαστισμό, από την άλλη όμως η Επανάσταση δεν θα ξεσπάσει εν ονόματι ενός ριζοσπαστικού αιτήματος «για ένα καλύτερο αύριο» (εδώ διαπιστώνουμε και πάλι την ακύρωση του παραδοσιακού ρόλου της Ιδεολογίας), αλλά ακριβώς στη βάση μιας συντηρητικής αναγκαιότητας: της αναγκαιότητας να διαφυλαχθεί η επιβίωση του Ανθρώπινου Κόσμου στη μορφή που αυτός θα έχει (οπωσδήποτε ακόμη αθλιότερη από τη σημερινή) την ίδια κιόλας «μέρα που θ’ αρχίσει η Επανάσταση». Μ’ άλλα λόγια, εάν με την έννοια «συντήρηση» έχουμε κατά νου τη συντήρηση του Ανθρώπινου είδους στη ζωή, αυτού του είδους η συντήρηση θα διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο στην Επανάσταση του 21ου αιώνα.
Από την άλλη, κανένας συντηρητισμός με την παραδοσιακή ιστορική έννοια του όρου δε μπορεί να σταθεί στο κινούμενο έδαφος της πραγματικότητας του τέλους της Ιστορίας. Αυτό που στην πραγματικότητα υφίσταται είναι ο ριζοσπαστισμός αμφότερων του Παγκόσμιου Φυσικοποιημένου Κεφαλαίου και του Ανθρώπινου είδους, το κοινό τους ενδιαφέρον για την κατάργηση της πραγματικότητας που μέχρι τώρα έχει δημιουργήσει το Ανθρώπινο είδος. Το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο και το Ανθρώπινο είδος δεν είναι φορείς αντιτιθέμενων ιστορικών δυνάμεων και προοπτικών. Τηρούν την ίδια ριζοσπαστική στάση απέναντι στην Ιστορία (ακόμη ένα σημείο φανέρωσης της φυσικής-οντολογικής ενότητας του Ανθρώπινου είδους στη Μοναδικότητα του τέλους της Ιστορίας), και η κοινή αυτή στάση δημιουργεί τη βάση πάνω στην οποία συγκροτούνται ως φορείς αντιτιθέμενων φυσικών-οντολογικών προοπτικών, και διαμορφώνεται η μεταξύ τους αντίθεση ως μια άμεση και καθολική σύγκρουση ζωής και θανάτου.
Ως γνήσιο τέκνο αυτών των ιδιομορφιών και παραδοξοτήτων της Παγκόσμιας εποχής του τέλους της Ιστορίας, η Ε.Ι.Θ.Α.Ε βρίσκεται αναγκαστικά στην αντίστοιχα παράδοξη θέση του να είναι μια μορφή Ιδεολογίας που ενσωματώνει στις κατηγορίες της το τέλος της Ιδεολογίας - για την ακρίβεια, θεωρεί πως η ίδια η εμφάνισή της είναι που σηματοδοτεί το τέλος αυτό. Η Ε.Ι.Θ.Α.Ε δεν είναι μια ιστορική ιδεολογία που έρχεται σε απευθείας θεωρητική αντιπαράθεση με τις υπόλοιπες. Η Ε.Ι.Θ.Α.Ε αναιρεί την Ιδεολογία εν γένει ως ιστορική δραστηριότητα και κατά συνέπεια όλες τις ιστορικές ιδεολογίες, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί το καθολικό εκείνο πλαίσιο εντός του οποίου πραγματώνονται όλες οι ιστορικές ιδεολογίες.
Κάθε ιστορική ιδεολογία (ακόμη κι η πιο ριζοσπαστική) ενέχει μια διάσταση που ταυτίζεται με την κυριαρχία του Παγκόσμιου Φυσικοποιημένου Κεφαλαίου, απ’ τη στιγμή που η ιστορική της εμφάνιση και μόνο σημαίνει αναγκαστικά την αφομοίωση και ενεργό συμβολή της στη διαδικασία της ανάπτυξης και καθολίκευσης της Αλλοτρίωσης του Ανθρώπινου είδους - αυτό υπονοεί και η παρατήρηση του Βey ότι «το Κεφάλαιο υπάρχει και ως Αριστερά και ως Δεξιά». Ταυτόχρονα, όμως, κάθε ιστορική ιδεολογία (ακόμη κι η πιο αντιδραστική[1]) ενέχει και μια επαναστατική διάσταση στη βάση του «ανθρωποκεντρισμού της» (όπως λέει κι ο Βey), στο βαθμό δηλαδή που συνιστά ένα δημιούργημα του Ανθρώπινου είδους και η υπόστασή της είναι αδιάρρηκτα συνυφασμένη με την επιβίωσή του. Αυτή η επαναστατική διάσταση που λανθάνει σ’ όλες τις ιστορικές ιδεολογίες και προκύπτει από τον ίδιο το φυσικό-οντολογικό τους προσδιορισμό, βρίσκει την πραγμάτωσή της στο καθολικό πλαίσιο που διαμορφώνει η Ε.Ι.Θ.Α.Ε.
Η Ε.Ι.Θ.Α.Ε είναι ταυτόχρονα μύθος, θρησκεία, φιλοσοφία κι επιστήμη, είναι η αναίρεση και η πραγμάτωση όλων αυτών. Δεν έρχεται ούτε να καθοδηγήσει, ούτε να προσηλυτίσει, ούτε να πείσει, ούτε ν’ αποδείξει. Ως ενεργό κι αναπόσπαστο κομμάτι της φυσικής-οργανικής ανάπτυξης της Επανάστασης του 21ου αιώνα, η Ε.Ι.Θ.Α.Ε εκπληρώνει την τελευταία αποστολή που απομένει στην Ιδεολογία, που όμως δεν είναι άλλη από τον πρωταρχικό και καθολικό φυσικό-οντολογικό της προορισμό: η Ιδέα συνιστά την πρώτη μορφή φανέρωσης της Ανθρώπινης πραγματικότητας που προηγείται της πραγμάτωσής της - κάτι που καταρχήν ισχύει για την πρωταρχική και καθολική ιδέα της Ιστορίας, την ιδέα του Θεού. Η Ε.Ι.Θ.Α.Ε, λοιπόν, έρχεται απλά για να φέρει στο φως του Ανθρώπινου Λόγου την αλήθεια των πραγμάτων που έρχονται. Και στον ατέλειωτο ουρανό αυτής της αλήθειας, ο Marx και ο Proudhon υψώνονται ανάμεσα στα πιο φωτεινά, περίλαμπρα αστέρια.









[1] Ναι, ακόμη κι αυτή η τρισκατάρατη ιδεολογία του ρατσισμού! Η μυθολογία του φυλετικού διαχωρισμού (που ασφαλώς δεν αποτελεί «προνόμιο» του φασισμού, αλλά είναι εμμενής στη λογική του Κεφαλαίου ως ο μόνος δυνατός τρόπος να δικαιολογηθούν οι ανισότητες σ’ ένα σύστημα που καθιερώνει τυπικά την ισότητα) έδωσε προτεραιότητα στο βιολογικό-γενετικό προσδιορισμό των Ανθρώπων αντί του ιστορικο-πολιτιστικού, προωθώντας τη διάσπαση και αλληλοεξόντωση του Ανθρώπινου είδους στο έσχατο λογικό της σημείο. Μήπως η Ε.Ι.Θ.Α.Ε δεν προβαίνει σε μια πλήρη αντιστροφή του νοήματος και της κατεύθυνσης αυτής ακριβώς της προτεραιότητας, όταν προτάσσει τη φυσική-οργανική έννοια του Ανθρώπινου είδους (μια έννοια γενετικά και βιολογικά προσδιορίσιμη) ως την καθολική εκείνη κατηγορία εντός της οποίας συναιρούνται οι ιστορικο-πολιτιστικές διαφορές και θεμελιώνεται η ενότητα του Παγκόσμιου επαναστατικού μετώπου ενάντια στο Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου